October 28th, 2004
“…Γεννιέσαι και σου χαρίζουν το πιο αληθινό τους βλέμμα και σε τσιμπάνε μαλακά στα στρουμπουλά σου μάγουλα. Ξεπετάγεσαι και μαθαίνεις να μιλάς τις πιο αληθινές κουβέντες και να σιγοτραγουδάς τις πιο αληθινές μελωδίες σου. Σου διαβάζουν τα πιο αληθινά παραμύθια. Μαθαίνεις να γράφεις. Να διαβάζεις. Διαβάζεις. Το σκέφτηκα πολύ. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν ή, αν θέλεις όλοι ξέρουμε να γράφουμε από τη στιγμή που ξέρουμε να βαστάμε το μολύβι στα χέρια. Υπάρχουν εκείνοι που μετέρχονται λόγο υπνωτικό εμποδίζοντάς σε, και άθελά τους ακόμη, να σκεφτείς, υπάρχουν εκείνοι που αραδιάζουν όμορφα λογάκια για να πείσουν για τις όμορφες προθέσεις τους, υπάρχουν εκείνοι που γράφουν από συνήθεια και άλλοι πολλοί που ξεγελάν πως διαθέτουν τη Θεία Χάρη χάρη στη ρητορική τους δεινότητα.. Μη γελαστείς όμως. Εκείνοι που γράφουν στ’ αλήθεια είναι μονάχα εκείνοι που στέκονται όρθιοι και αναβλύζουν αλήθεια. Και αυτή η άτιμη δεν κρύβεται δυστυχώς ή ευτυχώς, κάνει μπαμ από χιλιόμετρα. Τα λόγια προδίδουν την προδοσία όπως ο καπνός τη φωτιά. Και η αλήθεια μιλάει απλά όπως τα βλέμματα. Ξεψυχάνε ακαριαία αλλά χωράνε τη ζωή και τον κόσμο…”
504.000 μέτρα μακρυά (ας αφήσω τα ψιλά στην άκρη) και σε βλέπω να στέκεσαι και ‘σύ, πιό όρθωμένη και από τις λεύκες που χαζεύω από το παράθυρό μου όταν σκοτεινιάζει και γεμίζει ο ουρανός κόκκινο… Εσύ δεν είχες καπνό, μήτε λόγια… είχες κάποιον να ποθείς για να σε προδώσει…
October 16th, 2004
Δεν τρέχει η χαραυγή στα βουνά της Ιωνίας. Σα να μη βιάζεται η ερωτιάρα, διασκεδάζει με όλους και κάθε γωνία, υπομονετική και αφοσιωμένη ερωμένη. Γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα η ομίχλη και με την μακριά φορεσιά της καταφέρνει να πνίξει το πιο επίμονο φως, το πολιορκεί, το περικυκλώνει στα κατάλευκα τείχη της, το περικλείει σε αχανή κλοιό. Από τα μισά του ουρανού σπαράζει η σελήνη σε βασίλεμα. Μία σπείρα καπνού περιπλέκεται με την καταχνιά, σιγαλά, με την ίδια νωχέλεια που η νεφέλη προστατεύει κάτω από τα μισοφόρια της τους σκόρπιους. Όλοι κοιμούνται. Όλοι, πλην της σκιάς. Όλοι ονειρεύονται. Πιότερο απ’ όλους η ίδια η σκιά. Μόλις απλώνει το χέρι αρπάζει μία ερώτηση.
Ποία είναι η ταχύτητα του ονείρου;
October 14th, 2004
Σου έχουν πεί ποτέ “Τι εγκληματική φάτσα είναι αυτή;”
Εμένα μου το έχουν πεί άπειρες φορές από τότε που ένας συνδετήρας κράτησε τη φωτογραφία μου σε ένα χοντρό φάκελο στο Υπουργείο.. Τι παράδοξο είναι οτι από μένα φαίνεται μόνο το πρόσωπο, που θα επιβιώσει για δεκαετίες, αν όχι για αιώνες, στην φωτογραφία που μου βγάλαν… και για δεκαετίες ή αιώνες θα λένε “Τι εγκληματική φάτσα είναι αυτή;”.
Δεν μου αρέσει αυτή η αθανασία, δεν την ήθελα, μα θα μου πείς πως αυτό συμβαίνει με όλες τις φωτογραφίες. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, η φωτογραφία, ειδικά το πορτραίτο σε φυλακίζει στην υποκειμενικότητα ενός άλλου, σε φυλακίζει στην στιγμή, την δικιά του στιγμή . Για το λόγο αυτό τις κοιτάζω όλες με περιέργεια, τις παρατηρώ και πολλές φορές αισθάνομαι άσχημα απέναντί τους, αδέξιος, αστείος. Ειδικότερα, σαν βλέπω φωτογραφίες ανθρώπων να τρέχουν, να κινούντε με αέρινες κινήσεις με πιάνει θλίψη, κλείνομαι. Στην ουσία προσπαθώ να ξεδιαλύνω το χρόνο πάνω από ένα κομμάτι φωτογραφικό χαρτί και χημεία… μα μου είναι αδύνατο…
Μόλις σκεπάστηκα με το λευκό μου πάπλωμα σε ένα άδειο κρεββάτι, μία αναλαμπή πέρασε από το σκάλπ μου, σηκώθηκα και συμπλήρωσα: …μόνο το σώμα και η ψυχή είναι χημεία… αυτό προσπαθείς να διακρίνεις φίλε μου.