Αρχείο γιά July, 2006
July 30th, 2006
- Γδύσου…
- Φρόντισε να μείνει κάτι από το δέρμα, το άρωμα ή έστω το βλέμμα μου σε παρακαλώ…
Τον κοίταξε να πέφτει, σηκώθηκε και ντύθηκε αργά. “…εγώ δεν ήμουν τόσο τυχερή…” του ψέλλισε και έκοψε την λάσπη της.
Ανέβαινε τις σκαλωσιές δίχως κουπαστές, με λιγοστά μαδέρια για να φτάσει έναν ουρανό γεμάτο καρφιά. Κάθε ξημέρωμα τον χτυπούσε στο πρόσωπο δυνατός υγρός αέρας, αέρας δυτικός και βρώμικος.
Βαρέθηκε τις κουβέντες γιατί δεν είχε μείνει τίποτα να ξαναπούν. Σ’ ένα φωτεινό διαμέρισμα μιάς παλιάς πολυκατοικίας με λάμπες χαμηλόφωνες ήθελε να την παρηγορήσει όταν έκλαιγε για αυτόν. Να φωνάξει δυνατά πως όσες βροχές και αν πέρασαν από πάνω του δεν τον ξέπλυναν. Να σιγομουρμουρίσει πως μονάχα αυτή του έμεινε και το πόσο είχε ανάγκη το κλάμα της γιατί το χάρισμα των δακρύων αυτός το έχασε νωρίς.
Έκλεψε ότι βρήκε μπροστά της, στις μεγάλες ανάγκες, στα αξημέρωτα σκοτάδια, κάποιο τυχαίο όνομα και γινόταν μιά άλλη ταυτότητα…
July 25th, 2006
Μισώ την νύχτα. Εκπέμπει μια μελαγχολία. Κοιτάω τόση ώρα ένα τροπικό φεγγάρι και προσπαθώ να καταλάβω γιατί το έχουμε συνδέσει με το σκοτάδι. Εκπέμπει τόση φωτεινότητα όση η ανθρώπινη ψυχή δεν θα βγάλει ποτέ.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που είχαμε πάει σε κάτι βουνά της πραγματικής Μακεδονίας μονάχοι μας. Εμείς και η αγριάδα της φύσης. Άκουγα νερά που δεν έβλεπα και ένιωθα κίνδυνο που δεν υπήρχε. Έπεσα στο ποτάμι. Τότε, απλά με είχες αγκαλιάσει σφιχτά και κάτσαμε κάτω από τον ήλιο. Με κοίταξες με ένα άδειο βλέμμα και μου είπες πως δεν ήρθες για να μείνεις. Ένστικτα.
Θα πρέπει να νιώσαμε απόλυτα άγνωστοι για να πληγώσουμε ο ένας τον άλλο τόσο πολυ και με τέτοιους απάνθρωπους τρόπους.
Η ζωή σου όπως την ξέρεις έχει φύγει, δεν πρόκειτε να γυρίσει ποτέ. Μην ντρέπεσαι, όλος ο κόσμος είναι λίγοι αριθμοί κολλημένοι σε ένα καντράν τηλεφώνου. Που να ψάξεις να βρείς το θάρρος πιά να ρωτήσεις…
“…τι κάνει;…”
July 24th, 2006
Τον τελευταίο καιρό νιώθω να επαναστατώ ενάντια στο μυαλό μου.
Καταπιέζω την συγγραφική μου στέρηση με φαιά, νοητική μεθαδόνη και παλεύω να αντισταθώ στο τελευταίο μου καθαρό Skag (βλ. Πληρωμές) που με κοιτά, σαν πορνη με τα πόδια ανοιχτά, πάνω στο γραφείο.
Άτιμο το πηλοφόρι της γραφής και όσοι το δουλεύουν ξέρουν την μπαμπεσιά του. Την μιά βάζεις θεμέλια και την άλλη σηκώνεις τα πιό θεόρατα τείχη.
Βγαίνω από το λήθαργο για να δώ πως αυτά που νόμιζα πως δεν πάνε μαζί, στην πραγματικότητα δεν κάνουν χώρια.
July 20th, 2006
Ήταν υπόθεση ενός λεπτού. “…ας διακόψουμε…” του είπε.
Απάντησε “…εντάξει…” και σηκώθηκε κάνοντας να φύγει.
“…αντε γαμήσου…”, σκέφτηκε αδιάφορα προσπαθώντας να τη βγάλει από τις σκέψεις του. Είχε καρφωθεί στο μυαλό του και αμίλητη τον κάρφωνε στα μάτια. Το πρόσωπό της βροχή. Σηκώθηκε από τον καναπέ που είχε ξαπλώσει και βγήκε στη βεράντα, από εκεί, στον κήπο και καβάλησε τη δανεική μηχανή του. Ήταν εκνευρισμένος , προσπαθήσε να μην κατηγορεί τον εαυτό του, είχε αυτοεκτίμηση και εγωισμό που χτυπούσε κόκκινο γρηγορότερα από το στροφόμετρο.
Σήμερα όλα ήταν ανάποδα μέσα του… ανάποδα όπως τα μέσα-έξω, όχι τα πάνω-κάτω…
Σκατά. Εξαφανίστηκε σα διαβολεμένος δεκαεξάχρονος έφηβος με τη μηχανή στο χάσιμο του δρόμου. Οδήγησε μηχανικά, δεν ήταν εκεί. Θέλησε να κάτσει στην πρώτη παρακμιακή καφετέρια που θα έβρισκε μπροστά του. Να άραζε πληκτρολογόντας ένα πολύ κακό μήνυμα, ένα μήνυμα να φτάσει μέχρι το κόκκαλο. Διψούσε για αίμα, ήθελε να πληγώσει… βαθιά μα ήταν πολύ κότα για να το αποφάσισει.
Διέσχισε όλη την Β. Όλγας, από την Καλαμαριά μέχρι το Κέντρο σε λιγότερο από τρία λεπτά. Κατακαλόκαιρο, Σάββατο ξημέρωμα είναι ευλογία να οδηγείς στην Σαλονίκη. Κάθε φορά που έβλεπε άδεια την πόλη, τον έπιανε μια τάση να ανοίξει όλα του τα γκάζια του στην ζεστή άσφαλτο. Και αυτή να του τρώει τα σωθικά, ο εφιάλτης του. Είχε καρφώσει τα νύχια της στην πλάτη του, και του ρουφούσε την ψυχή, κάθε φορά μέχρι την επόμενη. Γι αυτό έτρεχε ασταμάτητα, να χαλαρώσει το σφίξιμο στην καρδιά, για να υποχωρήσει το κάψιμο, για να φύγει το βουητό από το μυαλό. Βγήκε στην Εθνική προς Βέροια και συνέχισε ασταμάτητα για διόδια των Μαλγάρων. Θα πήγαινε σε εκείνη την καφετέρια σε μιά άλλη πόλη, να μην τον δεί κανείς. Τα ανάκατα μαλλιά και η μηχανή θα δικαιολογούσαν τα κόκκινα μάτια.
Εκείνο το βράδυ πήρε τηλέφωνο ένα παλιό του “κουμάντο“. Χρόνια το ήθελε. Πήγε και τη βρήκε στο στέκι της, κατόπιν συνεννόησης. Την τράβηξε βίαια σε μία τουαλέτα, σα νταβατζής, της κατέβασε το τζιν σχεδόν με μίσος και την πήρε όρθιος, κολλημένος πίσω της. Γύρισε πίσω στο πατρικό του και μιλούσε με τον Μορφέα δυνατά όλη τη νύχτα. Το έμαθε από τη μάνα του το άλλο πρωί με το πρώτο πρωινό τσιγάρο και τον διπλό πικρό ελληνικό. Δε του είπε ποτέ τι έλεγε, δήθεν πως δεν άκουσε.
“…όλα καλά;…” τον ρώτησε μόνο.
‘Εγνεψε συγκαταβατικά, της έδωσε ένα φιλή στο μάγουλο και στον δρόμο της επιστροφής έκανε μια στάση και από την δουλειά του πατέρα του.
July 16th, 2006
Δε μου αρέσουν τα γυαλιά ηλίου και ο κύριος με έκαιγε και με ενοχλούσε στα μάτια. Έχω καιρό να κοιτάξω τον εαυτό μου σε καθρέφτη πλην κάποιον κλεφτών ματιών σε τζάμια βιτρινών. Κακιά συνήθεια και αυτή κι όμως το έκανα από μικρός. Όχι από αυτοθαυμασμό. Πολύ λίγα πράγματα είχα να θαυμάσω επάνω μου, εντελώς φυσιολογικός και κοινός. Ίσως λίγο άχαρος, όχι στο ντύσιμο ή στο περπάτημα μα στους τρόπους.
Κοίταξα με απέχθεια την αντανάκλαση της φιγούρας μου σε ένα τζάμι. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι γιατί η σημερινή μέρα σήμερα δεν σήκωνε περιπέτειες και εγώ δεν σήκωνα την μέρα. Το τηλέφωνο χτυπά ασταμάτητα εδώ και δέκα λεπτά μα δεν το σηκώνω. Δεν είμαι μέσα για κανένα. Φοβάμαι πως αν το σηκώσω δεν θα είναι αυτοί. Τους περιμένω ακόμα να μου χτυπήσουν το κουδούνι. Ένα σημείωμα κάτω απ’ την πόρτα, ένα μήνυμα στο κινητό, ένα mail. Τίποτα, η απόλυτη Απουσία.
Σαν γδύθηκα να πλύνω από πάνω μου την βρώμα της δουλειάς και της πόλης, ξέπλυνα και την βρώμα του έρωτα. Έβαλα μουσική στο διαπασών να ακούσω κάτι που (ξ)έχασα…
The The – The only true happiness this way lies
And have you ever wanted something so badly
that it possessed your body & your soul
through the night & through the day
until you finally get it!
And then you realise that it wasn’t what you wanted after all.
And then those selfsame sickly little thoughts
now go & attach themselves to something….
….or somebody….new!
And the whole goddamn thing starts all over again.
Well, I’ve been crushing the symptoms but I can’t locate the cause.
Could God really be so cruel?
To give us feelings that could never be fulfilled. Baby!
I’ve got my sights set on you. I’ve got my sight set on you
And someday, someday, someday, you’ll come my way.
But when you put your arms around me
I’ll be looking over your shoulder for something new
’cause I ain’t ever found peace upon the breast of a girl
I ain’t ever found peace with the religion of the world
I ain’t ever found peace at the bottom of a glass
sometimes it seems the more I ask for the less I receive
sometimes it seems the more I ask for the less I receive
The only true freedom is freedom from the heart’s desires
& the only true happiness….this way lies.
υ.γ.: καλώς ήρθατε στο νέο μου σπίτι :ο)