December 20th, 2006
Τρέχω, βιάζομαι, να φτάσω, σπίτι, στη δουλειά, στο στόχο μου, να προλάβω, να κόψω δρόμο, να βγώ πρώτος στο φανάρι, να αποφύγω άλλους, που τρέχουν, βιάζονται, να φτάσουν, στο σπίτι τους, στη δουλειά τους, στο στόχο τους. Δεν κοιτάω γύρω μου, δεν ξεφεύγω από την πειθαρχημένη μικρή ζωή μου, σταματώ (ίσως) να κοιτάξω αγχωμένα κάποια βιτρίνα, μαζί με άλλους, περαστικούς, απόρρητους. Πασχίζω, πασχίζουμε, όλοι μας, και εσύ που διαβάζεις, μην κοιτάς στα χαμένα, να κρύψουμε τη διαφορετικότητά μας, μη την προσέξει κανείς, μη τυχόν και χάσω τον κόσμο μου, το κόσμο μας, το μικρό, ψεύτικο κόσμο μου, τον κόσμο μας, μη τυχόν και θυμηθώ ότι δεν με συνδέει τίποτε μ΄αυτούς που διαλέγουν το ίδιο παντελόνι, το ίδιο αυτοκίνητο, την ίδια ταινία, το ίδιο μπαρ.
Να βγάλω μια και καλή από το μυαλό μου ότι την μίζερη ταυτότητά μου δεν την αγόρασα από τη βιτρίνα που κοιτάω αγχωμένα μαζί με άλλους περαστικούς και απόρρητους. Την έφτιαξα, πάντα θα τη φτιάχνουμε, στους δρόμους της λευκής πόλης, στις πλατείες και στα πάρκα της παραλίας, στους τόπους συνάντησης, σαν την Άθωνος και την Περαία. Εκεί θέλω να ζήσω, σε μια πόλη ανοιχτή, ζωντανή, να δω τα ίδια πράγματα που ποτέ δεν πρόσεξα, να φύγω από τη δουλειά μου, το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου, την μηχανή μου, την τηλεόρασή μου, τη πειθαρχημένη μικρή ζωή μου, να βγω στο δρόμο, εκεί που συμβαίνουν όλα, να βγω στο δρόμο, στον όποιο δρόμο… γιατί αλλιώς δεν γίνεται…
December 9th, 2006
Η σκάλα, στην Περαία, δεν είναι παρά ένας τσιμεντένιος διάδρομος που εισχωρεί με κατεύθυνση βορειοδυτική στη θάλασσα. Όταν την περπατάς γίνεται βέλος, μέχρι να φτάσεις στην άκρη της, ακούς μονάχα τον ήχο των κυμάτων, ανοίγει απάνω σου ο θόλος του ουρανού και νιώθεις να βαδίζεις πάνω στα νερά. Δεν προφέρεται μολυσμένη η θάλασσα. για σένα, μια στιγμή, υπάρχει μόνο ο κόσμος κι η ελευθερία περήφανη του χρόνου των ανθρώπων. Άμα είναι μέρα, βλέπεις την πόλη που πέρασα τα ανεξάρτητα μου χρόνια ν’ ασπρίζει στο βάθος πέρα δεξιά, κι αριστερά την έξοδο στο πέλαγος. Κι αν έχει πέσει η νύχτα, πράγμα συχνά απαραίτητο για τέτοιες συναντήσεις, η “σκάλα” σβήνει ανεβαίνοντας μέχρι τον ορίζοντα, τόσο που δύσκολα διακρίνεις αν σε περιμένει κανείς στην άκρη. Η θάλασσα σαν προσμονή αυξάνεται εντός σου.
Σαν επιστρέφεις όμως, είν’ ανάγκη να γυρίζεις διπλός. Το βέλος τώρα δείχνει αντίθετα, τη μάταιη φαντασμαγορία της ακτής παγίδα για παιδιά, κι όλα τα φώτα της πραγματικότητας σε σημαδεύουν σα φθαρμένα δευτερόλεπτα, πλησιάζουν – απειλητικά, αν δε σού ‘μαθε ο δρόμος τι θα πει αγάπη.
Σ’ ένα παγκάκι της πλατείας Άθωνος,είναι γραμμένο το “ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ ΟΛΟΙ ΞΕΝΟΙ”. Παραδίπλα, ονόματα, ημερομηνίες, L.F.E., εφηβικά για πάντα, που ξέρεις πως θα σκορπίσουν στην πρώτη μπόρα. Η πλατεία είναι κυκλική, με επτά ομόκεντρους κύκλους και στη μέση μια λυπημένη λιγνή μανόλια, δέντρο της γνώσης και της άρνησης. Στέκομαι μόνος κι ακουμπώ στο συντριβάνι, πετούνε λάβα και δροσιά τα εφτά του μάτια. Τριγύρω στα στενά κόσμος πολύς συγκεντρωμένος, τρώνε, πίνουν, πασχίζουν σε μια αμήχανη κοινωνικότητα και ξεχνούν. Δε φανερώνεται κανείς.
Υπάρχει καιρός να σταθείς και καιρός να περπατήσεις, καιρός για να γκρεμίσεις και καιρός για να χτίσεις, καιρός να σιωπείς και καιρός για να μιλήσεις, υπάρχει καιρός να αποχωριστείς και καιρός για να σμίξεις.