June 26th, 2007
Βερολίνο, καλοκαίρι 1992.
Από μικρός την αγάπησα και αυτή, έχω να την δώ από τότε. Είναι το τελευταίο μας βράδυ στην πόλη κι αποφασίζουμε να βγούμε έξω. Παρέα, δυο άντρες και δύο γυναίκες – ή μήπως πρέπει να πω δυο κορίτσια και δύο αγόρια;
Σάββατο βράδυ, η πόλη δεν είναι δική μου, έχω όμως τους φίλους μου κι το φευγιό μου δεν είναι παρά μια ευκαιρία για χαρά. Σταματάμε ένα ταξί και μπαίνουμε, μ’ ολοφάνερα καλή διάθεση, μιλάμε στη μητρική μας γλώσσα. Ο ταξιτζής είναι μαύρος, γύρω στα σαράντα, ξένος κι αυτός στην πόλη, και σαν να γνωριζόμαστε από πάντα μας λέει: «Εσείς πηγαίνετε να διασκεδάσετε κι εγώ δουλεύω, μ’ αρέσει» – και γελάει.
Δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία φθόνου στη φωνή του, μόνο η άμεση αναγνώριση της κατάστασης κι η χαρά του που μας βλέπει χαρούμενους. Λέει, κι εμένα αυτό μ’αρέσει, να είμαι με φίλους, η δουλειά είναι ένας καταναγκασμός κι η ζωή είναι σύντομη – και γελάει, ένα γέλιο βαθύ, ζεστή οικειότητα.
Κουβεντιάζουμε ανέμελοι κι η πόλη τρέχει γύρω μας.
Κανείς αυτό το βράδυ δε θα μείνει μόνος, γιατί όσο όμορφα και αν τραγουδάνε, σειρήνες, εσύ στο ύψος σου, ανεμοδαρμένο κορμί. Σάμπως είναι και η πρώτη φορά; Χρόνια μετά θα τα θυμάσαι και θα λυπάσαι ρε κόπανε, που δεν έχει κι άλλο, χα.
June 20th, 2007
…σχεδόν τα καταφέραμε…
μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά,
…πλέον είμαι σίγουρος, αυτή την φορά θα το τελειώσω…
June 11th, 2007
Πολλές φορές, πηγαίνοντας στη προς τη γέφυρα του Πολυφύτου, σταματούσα για ώρα, στύλωνα το βλέμμα μου σε κάτι μεγάλες λευκές πέτρες στη βάση της και σκεφτόμουν πως έβλεπα έναν βυθό όπου δεν υπάρχουν πια οι Εφιάλτες.
Πέρασα έξι χρόνια στη βαριά υγρασία των δρόμων του νησιού, χωρίς μια ανάσα από τ’ αεράκι του θεού που ανασαίνετε, ή μια κλεφτή ματιά στη δοξασμένη, ελληνική, γεωγραφική του δημιουργία. Έξι χρόνια που κύλησαν τόσο όμορφα για ένα αγόρι που διψούσε να μάθει και να νιώσει, όπως ακριβώς γεννήθηκε. Για τους υπόλοιπους “φίλους” ο φόβος έχει κλειδώσει διπλά όλες τις εξώπορτες. Κρατούσαν μέσα στη μοναξιά, τα στερεοφωνικά και τις τηλεοράσεις τους, κερδίζοντας τις μικρές, πικρές και ακριβές τους ματαιώσεις. Όταν το δήλωσα, απομακρύνθηκαν. Πώς μια απλή αλήθεια μπορεί να ενεργοποιήσει τόσους αμυντικούς μηχανισμούς, δεν το κατάλαβα ποτέ. Kι οι ιστορίες τους, οι συζητήσεις μας, τα γέλια, οι φιλίες, οι περαστικοί έρωτες; Έσβησαν σε νοσταλγία, ξέφτισαν σε μίζερα τραγούδια και μετράνε επαναληπτικά τους απόντες. Ήταν τα χρόνια του μεγάλου θαύματος, αυτού που μεταμορφώνει το παιδί σε άντρα.
“…les plus grandes choses sont simples; sinon, elles ne sont pas grandes…”
Να θυμάσαι είναι να γνωρίζεις ότι ο χρόνος είναι η ζεστή ουσία του ανθρώπου.
Πάγος είναι να ξεχνάς.
Χαίρομαι όταν συναντιόμαστε.
Όταν χωρίζουμε λυπάμαι.