Αρχείο γιά July, 2007

ρωτας (;), με έψιλον

3 τσαχπινιές July 29th, 2007

Λίγα λόγια, νέτα, σα σεντόνια φρεσκοπλυμένα πριν ιδρώσουμε πάνω τους, σα γραμμές αεροπλάνου σε ουρανούς που θες να ξεχυθείς, σα τους δρόμους σου μετά την σιωπή. Τα μιλάς στα σκυλιά, τα ψιθυρίζεις σε ανθρώπους.

Λίγα λόγια, νέτα, σα να ήρθες πάλι πίσω στο χρόνο, σα να με ξέρεις απ’ το μετά μου, δίχως σενάρια και σκηνοθέτες, τρέχει ο χρόνος και μένεις ακίνητος, σα τα μάτια σου μετά τη βροχή.

Λίγα λόγια, νέτα, σα κόσμος που βρίσκεις στο σπίτι σαν γυρίσεις από τη δουλειά, κόσμος αναπάντεχος, κόσμος απρόβλεπτος, κόσμος ξαφνικός, ένας κόσμος χαμόγελα.

Στα είκοσι εξ ανάγκης, στα τριάντα εκ συνήθειας και στα σαράντα κατ’ επιλογήν;

Τί πλάνη, βρισκόμαστε ναυαγοί στο ρεύμα του και μάθαμε να μετράμε την ζωή μας με τα κομμάτια που μαζεύουμε από τις ακτές της Μεσογείου μέχρι και την Γη του Πυρός. Κανείς δεν έχει μιλήσει για αυτόν. Κανείς δεν γνωρίζει κατά πόσον πραγματικά υπάρχει στη χώρα που οι νύχτες είναι μικρότερες από τις ημέρες.

Με το άρωμά σου στα δικά μου ρουθούνια, ξεφυσώ ήρεμα γιατί δεν είναι πια άπιαστο όνειρο.

υστεριόγραφο: απαράδεκτος

μνήμες

7 τσαχπινιές July 20th, 2007

Ξεκίνησα αποφασισμένος να μην σκηνοθετήσω καμία συνάντηση, ξεκίνησα τυχαία. Να ακολουθήσω τη ροή μιας περιπλάνησης, ενεργητικά –πράγμα αδύνατον– δίχως να επιδιώκω κάτι συγκεκριμένο, γιατί στις μυθοπλασίες περί έρωτα καταγράφονται μνήμες περαστικές, αόριστες, μακρινές και καλά ξεχασμένες. Μνήμες καδραρισμένες, να φωνάζουν πως πέρασαν χρόνια και ποτέ δεν εκδικηθήκαμε αρκετά. Είναι μία διαδρομή που γίνεται βιαστικά, όχι από επιπολαιότητα, μα από ανυπομονησία και ανάγκη. Σκέτα, λιτά, νέτα που λένε στα λιμάνια οι τυχεροί χιλιοταξιδεμένοι.

Για να μην ξεχνιέμαι, επειδή αφαιρούμαι κάπως τελευταία, περπατάω στο ποτάμι και χαζεύω τους γλάρους που χαθήκανε στην αντίστροφη του πορεία. Στο κεφάλι μου κουνάω τα χέρια μου, κάνω πως πετώ, αντιγράφω μια αίσθηση που έχω δει χιλιάδες φορές και δεν θα ζήσω καμία, προσθέτοντας και την δική μου εικόνα σε ένα συνολικό άθροισμα, ένα κενό στα σωθικά, ένα στιγμιαίο άδειασμα του κόσμου μου από κάθε νόημα, δαγκώνω το κάτω χείλι, επίμονα, έχω γεύση αλμυρή, της θάλασσας. Η αντίληψη γίνεται εμπειρία μόνον όταν συνδέεται με αισθήσεις, μνήμες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Το θερμό φως λένε πως χαλαρώνει τις άμυνες, τις όποιες άμυνες, και εγώ ακόμα νομίζω πως ανήκω εδώ. Μαθαίνω καθημερινά, κι εσύ έχεις αλλάξει μέσα σε λίγες μέρες, το πιθανό και αναμενόμενο σου έγινε έκπληξη. Νέοι στόχοι, νέο ταμπλό, φρέσκα χωράφια να θερίσεις, μαζί και μένα. Έχεις να κάνεις αυτό που το ένστικτο, και οι άλλοι, σου έχουν πει πως είναι η λύση. Μην φοβηθείς ούτε στιγμή γιατί φοβάμαι και εγώ για μένα, μα σε εμπιστεύομαι τυφλά και ακολουθώ την μυρωδιά σου. Οι μνήμες φτιάχνονται για να διαρκέσουν μόνο μέχρι να τις σβήσεις, εσύ ή κάποιες άλλες νέες μνήμες να τις ξεπεράσουν, σε διάρκεια, σε ένταση, σε μαγκιά. Όλοι φοβόμαστε το επόμενο βήμα, μην αφήσεις να σε πείσουν για το αντίθετο, ταξίδεψε στο κόσμο της λαχτάρας. Το ρίσκο μετριέται με βάση αυτό που έχεις να κερδίσεις, όχι με βάση αυτού που έχεις να χάσεις.

Η χαρά της καταστροφής είναι η χαρά της δημιουργίας.
Μιχαήλ Μπακούνιν

υστεριόγραφο 1: Αυτό που ξεκίνησα θα το τελειώσω, δεν άφησα τιποτα στην μεση, μου αρέσει να υπόσχομαι να κάνω μονο αυτά που καταφέρνω, βολεύει και τις δύο πλευρές βλέπεις, εμένα με κάνει βασιλιά και την άλλη πλευρα ολόκληρη…δε μασάω μία.

υστεριόγραφό 2: Μόνο ο Θεός ξέρει τι θα ήμουν χωρίς εσένα…

μπαλάκι ΙΙΙ

3 τσαχπινιές July 18th, 2007

Σας το έχω πεί, ξανά και ξανά.. εγώ έχω “σοβαρό” μπλόγκ ρεεε, γαμώ το… άρπαξα άλλο ένα μπαλάκι. Διαβάστε για μισό λεπτάκι τους κανόνες και ακολουθήστε την σκέψη… ξεκινάμε.

1. Η γνωστή φράση που η μις Τάτι θα ηθέλε να σχολιαστεί :

”.. θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό ..” Ν. Παπάζογλου

Τώρα ρε Τάτι τι ρωτάς; Καλύτερα τί απάντηση θέλεις αδυνατώ να καταλάβω. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να βάλει λογική πάνω από αισθήματα και να μπορεί να αυτοαποκαλείται άνθρωπος και μάλιστα δίχως τύψεις; Ποια ήταν η τελευταία φορά που δεν έκανες αυτό που σου είπε η διαίσθηση και όχι η λογική;.
Να πας, και ας σου βγει όπως είναι να βγει…

—–

2. Η γνωστή φράση που θα ήθελα να σχολιαστεί:

«…όλα είναι ζήτημα τιμής σε αυτό τον κόσμο…» Σ. Μάλαμας
σσ: δεν το περίμενε κανείς, ε;

—–

3. Η φράση εμπνεύσεως μις Τάτι, που επίσης θα ήθελε να σχολιαστεί :

” ..γεννήθηκα για να είμαι κι Όχι για να γίνω ..”

Θα προσπαθήσω πολύ να μην γίνω απόλυτος, μα ένα μεγάλο ποσοστό του ζωικού βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, έχει προγραμματιστεί τι να κάνει. Όπως λοιπόν αράχνες γεννιούνται με την γνώση της κατασκευής του ιστού ως προς την επιβίωση έτσι και εμείς γεννηθήκαμε όλοι με κάποιου είδους γνώση. Άλλοι είναι να γίνουν γαμιάδες (διαιώνιση του είδους), άλλοι μουσικοί και ερευνητές (ανάπτυξη), άλλοι απλά θα περάσουν και δε θα ακουμπήσουν. Το πρόβλημα είναι να δεις από τα γεννοφάσκια σου τι σου έχει γραφτεί να γίνεις. Άλλοι το λένε ταλέντο, η μπάμπω μου, η Λευτέρία, πάντως το λέει καλύτερα και πιο απλά… Γεννήθηκε λέει για να πάρει τον παππού μου, τον είδε σε όνειρο όταν ήταν 4 χρονών.

—–

4. Η φράση, δικής μου εμπνεύσεως που θα ήθελα να σχολιαστεί και μπορείτε να την βρείτε και εδώ:

«…Όλοι θα βρούμε τη γραμμή που στρογγυλεύει και τον κύκλο τους κλείνει, την ευλογιά που χαρίζει το αντίθετο. Κάποια στιγμή όλοι θα βρούνε την βολή… και αυτή θα βρεί τον στόχο

Vulnerant omnes, Ultima necat (όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει)…»

Όλο δικό σας…

Αρετή, Δωράκι, Πήγασε, Daarthiir και Greek Gay Lolita

Και είπαμε, πληροφορίες παιχνιδιού εδώ, από το μπλόγκ της μις Τάτι, απλά και όμορφα.

lOVE [will tear us apart]

2 τσαχπινιές July 13th, 2007

Οι μέρες… Μέρες, οι νύχτες.
Νύχτες τα λόγια, τα δικά σου λόγια, τα δικά μου λόγια, λόγια, πως να μιλήσω;

Οι ώρες, χωρίς εσένα, η κλειστή πόρτα. χωρίς εσένα, η γεύση του στόματος, χωρίς εσένα
Κι εκείνη μυστική, αγχόνη, πως να μιλήσω;

Με σημάδι μια παράξενη αγριότητα, με παντού. μια διάτρητη ψυχή με σταγόνες. μια τρεμάμενη βεβαιότητα με φιλιά, μια υπόσχεση που δεν… πως να μιλήσω;

Χωρίς παραβολές, χωρίς παραμυθία, χωρίς σύμβολα, χωρίς λέξεις, πια, πως να μιλήσω;

Η φωνή, έλα, τα μάτια, έλα, με γυμνά μάτια, έλα, με το κύμα, έλα, πως να μιλήσω;

Η αγάπη, η αγάπη στη καρδιά της κόλασης, η αγάπη στα δόντια της αστραπής, η αγάπη στο τέλος του ίσκιου, η αγάπη στις σπηλιές του βυθού, η αγάπη μες στις ραφές της καρδιάς, η αγάπη με τα μάτια ανοιχτά.

originally posted by Greek Gay Lolita

- Καρδιά με δεκαοχτώ κλειδιά οπού ‘σαι κλειδωμένη, άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που ‘σουν μαθημένη.
-Με τι να ανοίξω η ορφανή που ειν’ τα κλειδιά χαμένα. Τα χέρια που μ’ ασφάλισαν είναι ξενιτεμένα. Η ξενιτιά είναι μακριά σαρανταδυό κονάκια, να στείλω χαιρετίσματα με δυό χελιδονάκια. Το ‘να να πάνει τους καημούς και τ’ άλλο τα φαρμάκια…

Ζωντανά, Πολυτσάνι

πότε τα καλά παιδιά γίνονται κακά;

8 τσαχπινιές July 10th, 2007

Όταν ήταν γύρω στα δώδεκα μίλησε στην Έλενα, τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, για τον φανταστικό του φίλο που τον φώναζε χαϊδευτικά Μάξιμο. Αυτή είχε την κακή συνήθεια να τον φιλά απαλά στα χείλη και να του υπενθυμίζει πως ο φίλος του αυτός, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτος. Τον προκάλεσε μάλιστα να τον καλέσει στο σπίτι για γλυκό μα την ίδια μέρα, ο Μαξιμος μας άφησε. Η νεκρώσιμη ακολουθεία έγινε σε κλειστό κύκλο: αυτός και ένα κουτσό γερασμένο αδέσποτο, η λογική των άλλων του είχε στερήσει τον καλύτερό του, ως τότε, φίλο.

Με τον καιρό κατάφερνε να καταστείλει την φυσική του ντροπαλότητα και την αμηχανία που τον έπιανε γύρω απο ανθρωπους, ειδικότερα γυναίκες. Το πιο δύσκολο απ’ολα όμως ήταν να ελέγχει το κατέβασμα των ματιών του στο πάτωμα. Μιλούσε,κατέβαζε, του μιλούσαν, κατέβαζε.

«Η μόνη σου σωτηρία είναι να γαμήσεις», του είχε πει ένας Μάης. Και έτσι μια μέρα ανακάλυψε τον φανταστικό κόσμο των γυναικών… και ο κόσμος ανακάλυψε τον φανταστικό αυτόν.

Αγαπούσε τα βιβλία όσο αγαπούσε και τις γυναίκες, μα σε ένα τέτοιο τρίγωνο, δεν θα βρείς ποτέ ορθές γωνίες και δεν είναι σίγουρα ποτέ ισοσκελές. Εν καιρώ αφιερώθηκε στην ανάγνωση και στο γράψιμο, σε έναν ένλογο πειραματισμό που του άφηνε λίγη όρεξη και καθόλου χρόνο για όλα, πλήν ενός… του ασθενούς φίλου.

Την πρόσεξε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της μέσα στην αίθουσα, μια αόρατη αύρα περιέβαλε την φιγούρα της, που μπορεί να μην είχε εισβάλει ακόμα στο οπτικό του πεδίο, την ένιωσε όμως σίγουρη κοντά του. Βυθίστηκε σε ένα ηδονικό παραλήρημα, φέρνοντας την μορφή της γυμνή δίπλα του, με τα απαλά της μαλλιά λυμένα να ξεχύνονται καταρράκτης στην πλάτη της, έβλεπε πάνω της, ήδη, τα σημάδια του. Ώρες αργότερα, την παρακολουθούσε χωμένη κάτω από τα σεντόνια, να κοιμάται ανήσυχα, ακόμα λιγάκι ιδρωμένη, να σέρνει αναστεναγμούς που προκαλούν τόση ταραχή ώστε να θες να την ξανασφίξεις πάνω σου. Χαθήκανε…

Χρόνια μετά, στο διάλειμμα μιάς θεατρικής παράστασης τον προσπέρασε, αρκούμενη σε ένα απλό βλέμμα περιέργειας που έριξε ασυναίσθητα για να δει ποιός ήταν δίπλα της. Η φωτισμένη αίθουσα άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω, παρακολουθώντας τα πρόσωπα να εναλλάσονται τόσο γρήγορα, τόσο απότομα, και ταυτόχρονα στο μυαλό του κολλημένη η εικόνα της. Αναρωτήθηκε αν είχε πιεί πολύ εκείνη την νύχτα. Έλεγξε το ποτήρι του που ήταν ακόμα γεμάτο. Έπιασε κωμικά τον παλμό του, και ασυναίσθητα έφερε το χέρι στην καρδιά χαμογελόντας. Ένιωθε τον κτύπο της γρήγορο, απότομο, κοφτό. Έσφιξε την παλάμη του να την καθησυχάσει. Γύρισε να ξαναενωθεί με την παρέα του, και γέλασε με το αστείο που είπε ο φίλος του, χωρίς καν να ακούσει τί ακριβώς ήταν.

“…Πότε τα καλά παιδιά γίνονται κακά;…” Αναρωτήθηκε.

Άλλαξε βλέμμα και πορεία. Ζήτησε από την παρέα του να τον συγχωρήσει για ένα λεπτό και ξεχύθηκε να την βρεί μέσα στο πλήθος του φουαγιέ. Η μυρωδιά του κορμιού της, το ίδιο ηδονική όπως ακριβώς την θυμάται, του μαγνήτισε την πιό δυνατή του αίσθηση, την όσφρηση. Την ζύγιασε και κοιτώντας την στα μάτια, την ρώτησε αν θυμόταν ότι πριν από χρόνια μέσα στη μέθη της του ζήτησε να την σώσει από τον μικρό της εαυτό και την αδυναμία της να ζεί μονάχη. Την ρώτησε γιατί, μαζί με ένα κάρο ακόμα γιατί, που ξεχύθηκαν από μέσα του σαν κόκκοι απο σκισμένο σακί, ενώ ένιωσε να αδειάζει.

Εκέινη ψευτοχαμογέλασε γιατί ξαφνικά ήρθε αντιμέτωπη με αλήθειες που δεν μπόρεσε να δεκτεί, μα και που δεν μπορεί να πραγματοποιησεί. Φόρεσε το σοβαρό της βλέμμα, φορτωμένο με δίψα για ξεγνοιασία, του γύρισε ξερά την πλάτη και έφυγε. Δεν την αδίκησε, παρα βιάστηκε να αρπάξει την τελευταία ανάσα απο αέρα που κουβαλούσε ακόμα το άρωμά της. Τα θυμωμένα της τακκούνια ξεψύχησαν στην απόσταση, και εκείνος, που κάποτε νόμιζε πως είχε όλο τον κόσμο στην παλάμη του, έχωσε πιο βαθειά τα χέρια του στις τσέπες. Βγήκε στο δρόμο δίχως προορισμό, έστριψε στο πρώτο στενό και βρέθηκε μπροστά σε ένα τοίχο, στο απόλυτο αδιέξοδο. Καταράστηκε, ευγενικά, για άλλη μιά φορά την τύχη του.

Επέστρεψε στο σπίτι. Αυτό το διαμέρισμα ήταν πλέον υπερβολικά άδειο. Το ίδιο και το τελευταίο μπουκάλι Oban στο μικρό μπάρ. Τα πνευμόνια του καθάρισαν για λίγο από την βόλτα στον καθαρό αέρα της νύχτας απλά για να ξαναγεμίσουν με πιότερο καπνό και βρώμα σαν έστριψε το επόμενό του τσιγάρο.

Δεν την είδε ξανά πουθενά.

Χάθηκε και μαζί της χαθήκαν τα μέσα του, αδειάσαν, έμεινε κενός, άδειο σακί…παρτάλι.

ερωμένη

3 τσαχπινιές July 1st, 2007

Μια ερωμένη και μια σταγόνα νύχτα, σε ένα σπίτι παλιό και δίπατο σαν όνειρο, με παράθυρα κλειστά, λησμονημένη στα δυο σκαλιά της παλιάς ξύλινης πόρτας.

Η ομορφιά που χάνεται, αγάπη μου πόσους κέντησες βαθιά;

Παράξενα πράγματα, περάσανε χρόνια κι έμεινε το όνομα, γραμμένο στο χώμα. Μια μεθυσμένη στιγμή τον αγκαλιάζει, δρόμοι στενοί που μύριζε στην πλάτη τους το βροχερό καιρό. Βρέθηκε πάλι να τους περνάει μόνος, μόνος μπροστά στα μάτια του.

Συνειδητά κι απρόβλεπτα γυμνός

Α.Δ.


Ψάξε:

Πρόσφατα Γραπτά

Κατηγορίες

Αρχείο

Syndication

Powered By

  • WordPress
  • page counter
  • eXTReMe Tracker