στέρηση
9 τσαχπινιές November 27th, 2008
Ματαιοδοξία.
Πιθανό να είναι και η πιο αγαπημένη από τις επτά.
Ναρκισσισμός, το φυσικό όπιο.
Ελευθερία είναι να μην χρειάζεσαι ποτέ να πεις «συγνώμη».
9 τσαχπινιές November 27th, 2008
Ματαιοδοξία.
Πιθανό να είναι και η πιο αγαπημένη από τις επτά.
Ναρκισσισμός, το φυσικό όπιο.
Ελευθερία είναι να μην χρειάζεσαι ποτέ να πεις «συγνώμη».
10 τσαχπινιές November 18th, 2008
Δεν ξέρω για σένα μα εγώ μεγάλωσα στην επαρχία και αργότερα στα εξωτερικά, εκεί που μιλάνε περίεργα δηλαδή, τ’ αλλιώτικα και μου ήταν τρομερό, θέλω να πω, η αλλαγή νοοτροπίας από την μία κατάσταση στην άλλη. Πέρασα κάποιες στιγμές, υποθέτω, αρκετά δυσβάσταχτες στιγμές για να με ταυτοποιήσω από μία πόλη που ντρέπεσαι να εκφραστείς, σε μιά άλλη που αν δεν φωνάξεις δεν υπάρχεις. Πιθανό και αυτό να με ώθησε στο να γράφω δημόσια. Ελπίζω πως τα γραπτά μου είναι σαν τα στιχάκια που βρήκες χαραγμένα σε κάποιο παγκάκι από κάποιο ξεχασμένο έφηβο, να δηλώνει το πάθος του για κάτι, μια ομάδα, μιά ιδέα, ένα κορίτσι ίσως, ότι βρίσκεται στον καθένα.
Δε χρειάζεται να υποθέσεις για το ποιος είμαι, πόσο μάλλον για το πως σχετίζομαι με τα κοινά. Δε διαφέρω εμφανισιακά από τους περισσότερους νεαρούς που προσπερνάς καθημερινά στο δρόμο σου, μα κρυφά ελπίζω πως εμένα θα με ξεχωρίζουν όλοι για κάποιο λόγο. Ίσως γιατί ακόμα πιστεύω πως οι άνθρωποι με ανησυχίες, μπορούν και αναγνωρίζουν ομοίους, μπας και δηλαδή βρω κανένα παραδίπλα να συνεννοηθώ, γιατί τελευταία με κοιτάνε λες και έχω πέσει από άλλο πλανήτη.
Αυτό το ημερολόγιο δεν το άνοιξες, ήταν πάντα ανοιχτό. Αυτό το ημερολόγιο επέλεξες για να γυρίσεις τις σελίδες του, όπως κάνεις και με καθημερινούς σου ανθρώπους που πιθανό να σε ενδιαφέρουν για τον ένα ή για τον άλλο λόγο. Δεν θα μπορούσα να ξέρω πως αισθάνεσαι στην πορεία της κάθε μου πρότασης. Αν οι λέξεις σου ερεθίζουν την φαντασία σου μόνο για τους εκάστοτε ήρωες ή το κατά πόσο παίρνεις παραμάζωμα και την υπόλοιπη παραγωγή, από το κομπάρσο μέχρι τον σκηνοθέτη. Αν όμως έχεις μία τόσο ευχάριστα περίεργη διάθεση να γνωρίσεις έναν άλλο άνθρωπο σε τούτο το αθέατο θέατρο που ονομάστηκε ζωή, τι δουλειά έχεις κούκλα μου εδώ μέσα;
υστεριόγραφο: παγιδευμένος μόνο για σήμερα ανάμεσα στον ένα και στον άλλο.
4 τσαχπινιές November 13th, 2008
Το «σ’ αγαπώ» δεν το ορκίζεσαι ποτέ, το δίνεις απλόχερα, με τον Α ή Β τρόπο, πολλές φορές και με τον λανθασμένο, μα είναι το δικό σου μοναδικά πολύτιμο «σ’ αγαπώ». Αυτό δε σημαίνει πως παύει να πηγάζει από μέσα σου, πως πλέον το άρωμα της δεν κάνει την ανάσα σου να κόβεται, πως μια τυχαία συνάντηση δεν θα σε ρίξει στο ναδίρ της προσωπικής σου κολάσεως και στο παράδεισο των οπτικών σου ερεθισμάτων.
Μην επιλέγεις ποτέ τις στιγμές που θα ζεις, μην αρνείσαι να επενδύσεις χρόνο. Γιατί είναι το μόνο που δεν αγοράζεται, μήτε πωλείται, δεν μεταφέρεται κι ούτε χαρίζεται. Έχουμε όλοι προκαθορισμένα άγνωστη ποσότητα και το μόνο που καταφέρνουμε να κάνουμε είναι να τον σκορπάμε σε αφύσικα μίζερες δουλειές, σε δικές μας ενοχές του χθες ή άλλων αντιλήψεις και στην έλλειψη θάρρους για το αύριο. Να φιλιόμαστε καταμεσής του δρόμου ρε, αυτό ήθελα και ας ντρέπεσαι.
Έκανα λάθος, δεν θέλω άλλο προσωπικό χώρο, τι να τον κάνω; Τι να τον κάνω τόσο χώρο, ένας άνθρωπος τόσο μικρόσωμος; Να χωρέσω τι που, άνευ, είμαι κενός; Να τον διεκδικήσω πώς αν δεν μου τον παραβιάσεις; Σκόπευα, εν καιρώ, να σε αφήσω να μπεις, να μου τα κάνεις όλα πουτάνα, μα τα κατάφερες μία χαρά και απ’ έξω, όπως ακριβώς τα κατάφερα και εγώ εξ αποχής και αποστάσεως.
8 τσαχπινιές November 3rd, 2008
Άνοιξε το παράθυρο να εισβάλει μέσα λίγο κρύο, μία στάλα δροσιά πρωινού αέρα. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική ακόμα και γι’ αυτόν. Πέρασε άλλη μια μεγάλη νύχτα με πυκνό μαύρο καπνό, συντροφιά με τα λάθη του, ένα παλιό ραδιόφωνο που έπιανε μοναχά βραχέα και αυτά που και που και ένα δανεικό βιβλίο που μιλούσε για σωτηρίες. Υποσχέθηκε άλλη μία φορά στον εαυτό του πως ήταν η τελευταία φορά που το κάνει, μα δεν βρήκε το θάρρος να σταυρώσει τα χέρια του πίσω από την πλάτη όπως άρμοζε σε μια τέτοια περίσταση.
Έκλεισε την μουσική μαζί με τον χιόνι-ήχο της, έκλεισε και το βιβλίο ακουμπώντας το δίπλα στο γραφείο, πάνω σε κάτι κούτες από την τελευταία του μετακόμιση. Στιγμιαία έψαξε να βρει ένα καλό λόγο γιατί να είναι ακόμα κλειστές, μα στο καπάκι σκέφτηκε εκείνη, στραβοκάταπιε, και το μυαλό του μπλόκαρε από όμορφες εικόνες με πειράγματα, γέλια δυνατά, αγκαλιές, ματιές, φιλιά και χαμόγελα, σε ένα σπίτι που δεν ανήκει πλέον σε κανένα τους. Χρειαζόταν να συνέλθει. Καταφέρει να συνεφέρει τον εαυτό του σε ένα τέτοιο επίπεδο που του επέτρεψε να σηκωθεί με αργές κινήσεις να σβήσει το φως και να γείρει πεθαμένα το κορμί και το βαρύ του κεφάλι σε κάποια άβολα τυχαία στάση ύπνου στον καναπέ του γραφείου. Αναστέναξε, έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε σαν κούτσουρο μέχρι αργά το μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα.
Κάτι δεν ήταν σωστό, το ένιωσε, κι όμως άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε, βάδισε προς το μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανένα. Βγαίνοντας, έκανε μία γρήγορη αρσενική γκριμάτσα στον καθρέφτη μπας και ανυψώσει την χαμηλή του διάθεση και στο δρόμο πίσω για το γραφείο είδε ένα σημείωμα που κάποιος βιαστικά πέταξε κάτω από την εξώπορτα.
«…πάρε με τηλέφωνο, θέλω να σου μιλήσω…»
Χαμογέλασε με την τύχη του και έτρεξε με λαχτάρα προς το τηλέφωνο, μα μόλις πήρε και το τελευταίο νούμερο του αριθμού κλήσης, αυτή του η χαρά κόπηκε μαχαίρι.
«… είναι κάτι το σοβαρό;…» ξεστόμισε και, σαν μαλάκας, σκέφτηκε την κατακλείδα: «…or are you just happy to see me…».
Ο ανήσυχος μα σταθερός ήχος της φωνής της τον έκανε να χάσει για δεύτερη φορά τη μηλιά του, έκανε τα σαγόνια του να κολλήσουν μέχρι που με το χέρι του ανάγκασε τα χείλη του να χαμογελάσουν. «Τα χαμόγελα τα ακούς πάντα στις φωνές των άλλων», σκέφτηκε, «ας το κρατήσουμε έτσι, ψύχραιμα, τι λες και ‘συ;».
Δύο λόγια και δυο μάτια με το θάρρος της ειλικρίνειας τον κατέβαζαν λέξη προς λέξη πίσω στην κόλαση. Ούτως ή άλλως τις τελευταίες μέρες δεν πετούσε και σε κανένα ουρανό, δε πατούσε σε καμία Γη. Το κλείσανε και αυτή την φορά χαμογέλασε από μόνος του. Ετοιμάστηκε και βγήκε παγανιά στην πόλη με ένα νόστιμο τσιγάρο στο ένα χέρι, απορίες στη σκέψη χωρίς να συναντήσει κανένα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Ούτε μια κάποια ξεχασμένη ψυχή στον κόσμο να ανταλλάξει δυο παρήγορες ματιές, πως δεν είναι μόνος του. Θυμήθηκε το βράδυ που της πρωτομίλησε γυμνός σε ένα ξένο καναπέ:
- …αν σε βάλω στην ζωή μου και μου φύγεις, θα λυπηθώ…
- Μην φοβάσαι έχω αρχίσει να συνηθίζω τις απώλειες.
Ούτε στη ζωή της μπήκε, ούτε έχει συνηθίσει τις απώλειες. Δεν έχει σημασία τι μπορεί να θυμάται, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι αυτά που δεν μπορεί να ξεχάσει.