December 26th, 2008
Γι’ αυτούς, μίλησαν πρώτα ένα ζευγάρι «ειδικών», με ενοχλητικές παρατηρήσεις, όταν αναρωτήθηκαν για την παράλογη αίσθηση του μέτρου, την πλήρη έλλειψη κάποιας σύλληψης και το ποιος φωστήρας αποφάσισε να τοποθετήσει αυτούς τους δύο πίνακες μαζί. Αργότερα ήταν εκείνος ο χοντρός που μύριζε σκόρδο και στα κρυφά την άγγιξε και τέλος, όταν έφυγαν όλοι, ο βραδινός φύλακας που γυρνούσε τις αίθουσες τις πινακοθήκης με ένα τρανζίστορ που έπαιζε στην διαπασών τσιφτετέλια… Κάπου εκεί αυτή δεν άντεξε και ψιθύρισε στον «Ισορροπιστή» δίπλα της, μιας και αυτός ήταν πιο παλιός και είχε πείρα. «Αλλιώς την περίμενα την πρώτη μου μέρα εδώ. Μα τι τσίρκο Θεέ μου!» του είπε. «Που να δεις τι γίνεται τις Κυριακές… καλά πως έμπλεξες εσύ εδώ;» αναρωτήθηκε.
Του εξήγησε με λίγα λόγια πως από την εποχή που υπήρξε ένα απλό παστέλ προσχέδιο θυμόταν τον δημιουργό της, έναν τύπο άνετο, να πίνει κόκκινο κρασί, να ακούει Μπαχ και να μην βιάζεται, σε αντίθεση με την μάνατζερ του που ήθελε να την ξεπουλήσει. Έτσι μετά από μια έντονη διαφωνία και κάπου πάνω στο πείσμα του, την τελείωσε σε μία νύχτα και μετά έφυγε για πάντα, ανέβηκε σε ένα βουνό και βρήκε γαλήνη. Όπως ήταν φυσικό, δημιουργήθηκε ολόκληρος μύθος γι’ αυτό το σύγχρονο αναχωρητή, καθώς ήταν το τελευταίο του έργο. Η λάμια βρήκε την ευκαιρία να την χρυσοπουλήσει με περίσσεια χαράς σ’ ένα γνωστό συλλέκτη και αυτός με την σειρά του, σε μια κίνηση αβρότητας, την παρέδωσε στα χέρια της διευθύντριας αυτής της πινακοθήκης. Του έδωσε να καταλάβει πως από όνειρο ζωής κατήντησε να γίνει είδος συναλλαγής και δωρεά. «Εσύ;» του ξεφούρνισε στο τέλος.
«Η δική μου περίπτωση είναι τελείως διαφορετική», της είπε αναστενάζοντας ο Ισορροπιστής. Τον είχε ζωγραφίσει ένας πολύ παράξενος άνθρωπος που στην ουσία έκανε σε όλη του την ζωή μόνο δύο έργα το «Δάσος», ένα νεανικό του αριστούργημα, και τον ίδιο. Ένας άνθρωπος πολύ μοναχικός, άφιλος, μονομανής καταραμένος τύπος και ιδιαίτερα βαρετός. Έγινε διάσημος γιατί έκανε δεκάδες προσχέδια που ποτέ δεν ολοκλήρωσε, προσχέδια τσαλακωμένα, σχισμένα που μετά τον θάνατό του πήραν τεράστια αξία. Ξέρεις τώρα τους ανθρώπους, όταν μυρίσουν Δράμα ενθουσιάζονται.
«Όπως καταλαβαίνεις, είμαι ένα πολύ διάσημο έργο, δεν πουλήθηκα, θεωρήθηκα εθνική περιουσία. Χαίρομαι πολύ που ήρθες.» της είπε, προσπαθώντας να τεντώσει τον καμβά στο πρόσωπο, δίχως να χάσει την ισορροπία του, χαράζοντας μια υποψία χαμόγελου. «Και εγώ χαίρομαι, θα κάνουμε παρέα κάθε βράδυ.» απάντησε το κορίτσι. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η στυφή διευθύντρια της πινακοθήκης σχολιάζοντας την αισθητική των δύο έργων. «Oh, mon Dieu, τι φρίκη… αλλάξτε τους θέση αμέσως» διέταξε.
Έτσι έβαλαν το «Κορίτσι με το κόκκινο κρασί» δίπλα σε ένα «Κουφό αυτί» και τον «Ισορροπιστή» φάτσα-κάρτα να κοιτάζει μια «Νεκρή φύση». Σε ανθρώπινα πλαίσια δεν υπήρξε ποτέ το περιθώριο για διάλογο.
Διασκευή βασισμένη σε ομώνυμο κόμικ του Γ. Μπότσου
December 16th, 2008
Αυτό το κείμενο είναι ο φόρος τιμής για τον Μήτσο, τον Γόη, που δεν ήταν ποτέ. Τον Μήτσο που επί της ουσίας δεν τολμούσε να πλησιάσει καμιά γυναίκα, ούτε καν τις ώριμες κυρίες του Da Capo όταν του έκλειναν πρόστυχα το μάτι. Το ονοματεπώνυμο του ακουγόταν στα αυτιά του σαν κατάρα, Μήτσος Γόης, μα ήταν, ευτυχώς ή δυστυχώς, σαν πολλούς άλλους Μήτσους. Είναι ο ίδιος Μήτσος που έχεις γείτονα στο διπλανό διαμέρισμα από τότε που ήσουν στο πανεπιστήμιο μα δεν έχεις ανταλλάξει ποτέ ούτε μια καλημέρα. Ο Μήτσος ο Γόης δηλαδή.
Ο Μήτσος. Που σκόνταφτε σίγουρα αν δεν υπήρχε προειδοποιητικό σήμα και για τον ίδιο λόγο δείλιαζε σε κάθε διασταύρωση με χαλασμένο φανάρι. Που δεν έτυχε να τον συναντήσεις ποτέ στο ασανσέρ, καθώς συνήθιζε να ανεβαίνει στον τρίτο με τις σκάλες σα σφαίρα, μέχρι να πεις κύμινο, φοβούμενος μήπως τον βρει σβησμένο το φως έξω από το τακτοποιημένο του διαμέρισμα και έβγαζε τα κλειδιά του από την τσέπη πριν πατήσει τον χρονοδιακόπτη στη είσοδο.
Ο Μήτσος. Που όταν χτύπησε το δικό του κουδούνι αντί του δικού σου, μια μέρα που περίμενες το Κατερινάκι για καφέ, αντροκουβέντα και Ταρώ, κοκκίνισε στο άκουσμα του «άνοιξε ρε μωρό, εγώ είμαι, κατουριέμαι τρελά», μα αυτό δεν τον σταμάτησε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο ματάκι της πόρτας. Δεν τον απασχολούσε να δει το Κατερινιό έτοιμο να κατουρηθεί, εσένα χάζευε που σε άκουγε κάθε πρωί από το παράθυρο του μπάνιου να τραγουδάς και να πλένεσαι.
Ο Μήτσος. Που σε αναγνώρισε στο δρόμο από τα απλωμένα σου ρούχα στο πίσω μπαλκόνι και την μυρωδιά του μαλακτικού σου, και μου πήγε και μου αγόρασε και αυτός το ίδιο για να σε μυρίζει κάθε βράδυ στα σκεπάσματα του. Που σε διάβασε σε κάποιο μπλόγκ και αναγνώρισε τα χτυπήματα από τα δάχτυλά σου πίσω από την γραμματοσειρά.
Ο Μήτσος. Που, ανέτοιμος, σε άκουσε ξημέρωμα να γυρνάς μεθυσμένη και βρήκε το θάρρος να έρθει να σε βοηθήσει να μπεις στο σπίτι σου. Που όταν σε κράτησε σφιχτά από την μέση για να μην του πέσεις στις σκάλες, πήρε τα μοβ γοβάκια σου στο χέρι και εσύ του έκλεισες την εξώπορτα στα μούτρα και αντί για καληνύχτα έλαβε ένα ξερό «άντε γαμήσου ρε μουνόπανο» παρέα με ένα άτσαλο χαστούκι, μα έσπευσε να σε ακούσει να ξερνοβολάς τις τεκίλες από τα σωθικά σου με θυμό και το κεφάλι κάτω.
Εσύ την επομένη, με καθαρό το κεφάλι, πνιγμένο στη λήθη, μέσα στην καθημερινότητά σου, μπήκες σαν να μην έτρεχε τίποτα στο μπάνιο, τραγούδησες ένα ακόμα χαζοτράγουδο που έπαιζε μια διαφήμιση στο ράδιο, έπλυνες τα χέρια σου, κοίταξες τα δόντια σου στο καθρέφτη, φόρεσες τα γυαλιά σου και έκατσες να γράψεις. Πεζά, στυλάρισμένα, όμορφα και άδικα. Άρχισες να γράφεις για τους άντρες, τους άντρες που εσύ αποκαλείς έτσι θέλοντας να περιγράψεις το φύλο, τους άντρες με κεφαλαία, τους αρχίδια άντρες με τα όποια γράμματα. Με τις τελείες σου, τα κόμματα, τους τόνους, τις αναφορές, την ορθογραφία και ήθελες και να τους πεις και ένα αντίο στο τέλος μα το ξέχασες η σου διέφυγε, κανείς δεν ξέρει, ούτε εσύ η ίδια. Έφτιαξες και τις θεωρίες με τα τεκμήρια τους, πάτησες και ένα κουμπί, δημοσίευσες, ξαναμπήκες στο μπάνιο, ξανακοίταξες τα δόντια σου στον καθρέφτη, ξανατραγούδησες ξεπλένοντας τα χέρια σου καθώς, για άλλη μια φορά, ο Μήτσος ήταν εκεί, μπάστακας, να σε ακούει.
Ο Μήτσος, που τόλμησε να μπει, να διαβάσει, να σχολιάσει, να διαφωνήσει, να σου εξηγήσει. Που του απάντησες και κόντεψε να πάρει φωτιά γιατί ξέχασε το μάτι της κουζίνας αναμμένο τις ώρες που διάβαζε ξανά και ξανά και ξανά το μέιλ σου και την άλλη μέρα σε είδε σε ένα μπαρ να συστήνεσαι δίνοντας το κορμί σου σε κάποιο νεαρό στο μπαρ αντί για το χέρι σου. Που το ίδιο βράδυ σε άκουγε να φωνάζεις πως τελειώνεις και λίγες στιγμές αργότερα να πάρει τα ρούχα του να φύγει και πως μεταξύ σας τελείωσε.
Ο Μήτσος, που όταν σου τον συστήσανε τυχαία, σου χαμογέλασε και σου είπε πως νομίζει ότι κάπου σε ξέρει μα δεν του έρχεται τώρα, που γνώρισε την ευτυχία στα τακούνια από τα φθαρμένα γοβάκια σου και την μυρουδιά της κανέλας του κοκκινιστού σου, που δεν άφησε ποτέ το καπάκι όρθιο, που σου χάιδευε κάθε βράδυ τα μαλλιά για να σε πάρει ο ύπνος, που φρόντισε να μην το παρακάνεις ποτέ ξανά με την τεκίλα.
Ο Μήτσος, που υποσχέθηκε μόνο όσα μπορούσε πραγματικά να καταφέρει.
Ο Μήτσος, που θα τα έκανε όλα ξανά από την αρχή.
Ο Μήτσος, που δεν σου είπε και δεν σε ένοιαξε ποτέ από πού σε ξέρει.