Ανοιχτή επιστολή (part IΙ)
6 τσαχπινιές January 28th, 2009
Είχε πολύ όμορφο καιρό σήμερα. Βρέχει από χθες ασταμάτητα και μου θυμίζει τα χρόνια στο νησί και με ρίχνει γιατί ήταν ωραία χρόνια. Κατέβηκα να συναντήσω μία φίλη που της υποσχέθηκα τα δύο μου χέρια, πήρα καφεδάκι στο χέρι και περπατώντας ρούφηξα όλη την πίκρα του τσιγάρο μου όπως το σακάκι μου την βροχή.
Με πήρες τηλέφωνο σήμερα, τα κλασσικά, να με ρωτήσεις τι κάνω, σε τι φάση είμαι, και τυπικά να μου ταρακουνήσεις τα νερά, γιατί ξέρεις πως αυτό κάνεις κάθε φορά που εμφανίζεσαι από το πουθενά στην ζωή μου. Αυτός είναι και ο ίδιος λόγος που διακόψαμε… δώσαμε στους εαυτούς μας την ευκαιρία να κάνουμε πλέον εκπλήξεις ο ένας στον άλλο, σαν την μέρα που είχα γενέθλια και μου έφερες ένα τεράστιο ηλιοτρόπιο τυλιγμένο σε καφέ ανακυκλωμένο χαρτί και μου είπες «για πάντα». Θέλω να ξέρεις πως αυτή την φορά τα νεύρα μου παρέμειναν ήρεμα, δεν με άγχωσε ούτε στιγμή αυτό το τηλέφωνο από την στιγμή που το σήκωσα κι ούτε κάθισα να σε σκεφτώ μετά, γιατί πήρες, τι πραγματικά ήθελες, τι χρειάζεται να κάνω και άλλες τέτοιες αρχιδιές. Εντάξει, μία χαρά, δεν τρέχει τίποτα, ίσως και καλύτερα που καταφέραμε να ανταλλάξουμε κάτι άλλο από βρισιές μετά από τόσο καιρό.
Με πήρες τηλέφωνο σήμερα, κλασσικά μα μακράν ετεροχρονισμένα μου ευχήθηκες για τα γενέθλιά μου, τα χρόνια τα καλά και ας έχει αλλάξει και ο χρόνος. Σε πήρα γραμμή πως ήθελες να με δεις, μα για άλλη μία φορά δεν βρήκες το θάρρος να το ξεστομίσεις. Μερικοί άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ. Δεν σε άκουσα ιδιαίτερα καλά, με ανάγκασες να το προτείνω εγώ και βρεθήκαμε έξω από την ξεχασμένη σου σχολή στο πανεπιστήμιο να μου μιλάς. Έχεις προβλήματα, όπως όλοι μας, τον τελευταίο καιρό, στη δουλειά, με τον νέο γκόμενο, στο κεφάλι σου. Προφανώς και ήθελες κάπου να τα ξεφουρνίσεις, να τα πεις μπας και τα ακούσεις, λες και θα εξαφανιστούν από μπροστά σου δίχως να κάνεις και εσύ δράμι. Από παλιά σε λάτρευα γιατί επικοινωνούσαμε σαν πραγματικοί άνθρωποι, με λόγια, με μάτια, με χέρια, με φιλιά, καταφέρναμε να βρούμε τις λύσεις, συζητούσαμε εφ’ όλης της ύλης, τα βάζαμε κάτω και τα αναλύαμε μέχρι θανάτου. Αυτό που με παραξένεψε είναι το ότι από τότε που χωρίσαμε δεν έχουμε μιλήσει ποτέ άλλοτε για το τι συμβαίνει στην ζωή μας παρά μόνο σε αυτή την συνάντηση. Εγώ πάλι δεν σου μίλησα καθόλου. Έβγαλα χίλια αυτιά να σε ακούω καλύτερα, με προσοχή, ακόμη και το παραμικρό σου κίχ και χίλια μάτια να παρακολουθώ την κάθε σου κίνηση, την κάθε σου ματιά, τον κάθε μορφασμό. Μόνο που τώρα πια μου είσαι ξένη. Μακρινή ξένη. Είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που αδυνατώ να έχω καλές σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που αδυνατώ να αρνηθώ να σου μιλήσω, να σε ακούσω και να μπω στα σκοτεινά σου μονοπάτια για να μην βαδίζεις μόνη ή ακόμα και να είμαι εκεί μπάστακας να κάνω τον μαλάκα κάθε φορά που με χρειάζεσαι. ΟΚ, δεν ταιριάξαμε μάλλον, δεν μας έβγαινε άλλο με εκείνη την απόλυτη φυσικότητα, παρατράβηξε, παραγνωριστήκαμε, καλύτερα χώρια, τα γαμήσαμε όλα, ΟΚ, δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Πριν απ’ αυτό όμως ξαπλώσαμε γυμνοί στο ίδιο κρεβάτι και κάποιες φορές επιλέξαμε απλά να κοιμηθούμε, σε έχω δει να κλαις για μένα και για άλλους μα πάνω από όλα καταφέρναμε να στήσουμε κοινά όνειρα, όχι όμως από κοινού, κοινά. Απλώς κοινά και χαριτωμένα, like common people που λέει και το τραγούδι. Έγινες κομμάτι και στα δικά μου και μία μέρα άνοιξες την πόρτα και μου είπες να βγω από το όνειρό μου. Εκείνη την μέρα μου είπες όλα όσα ήθελες να μου πεις και σε είδα να αλαφραίνεις κάποια κιλά. Μπήκαμε στο αμάξι έβαλες Tom Waits να παίζει και δεν έκλεισες στιγμή το παράθυρο του συνοδηγού. Πάτησα το γκάζι τρέχοντας όσο επιτρεπόταν να μην κινδυνεύσουμε και τα μάτια σου έκλείναν γιατί το ξέρω πως σου αρέσει να σε χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο, ήθελες και την προκάλεσες τούτη την ηδονή σου. Έστρεψα τα μάτια μου στο δρόμο και κράτησα το τιμόνι με τα δύο μου χέρια, αφήνοντας πίσω μου όλες τις αδιάφορες, περίεργες σκέψεις και προ πάντων όλες τις κακόβουλες. Μπορεί και να μην έβγαλα κουβέντα μα ήμουν και εγώ πια ελαφρύς. Μερικοί άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ, ότι και αν τους συμβεί μέσα στο χρόνο.
Μούφα όλα.