υπόθεση ενός λεπτού
July 20th, 2006
Ήταν υπόθεση ενός λεπτού. “…ας διακόψουμε…” του είπε.
Απάντησε “…εντάξει…” και σηκώθηκε κάνοντας να φύγει.
“…αντε γαμήσου…”, σκέφτηκε αδιάφορα προσπαθώντας να τη βγάλει από τις σκέψεις του. Είχε καρφωθεί στο μυαλό του και αμίλητη τον κάρφωνε στα μάτια. Το πρόσωπό της βροχή. Σηκώθηκε από τον καναπέ που είχε ξαπλώσει και βγήκε στη βεράντα, από εκεί, στον κήπο και καβάλησε τη δανεική μηχανή του. Ήταν εκνευρισμένος , προσπαθήσε να μην κατηγορεί τον εαυτό του, είχε αυτοεκτίμηση και εγωισμό που χτυπούσε κόκκινο γρηγορότερα από το στροφόμετρο.
Σήμερα όλα ήταν ανάποδα μέσα του… ανάποδα όπως τα μέσα-έξω, όχι τα πάνω-κάτω…
Σκατά. Εξαφανίστηκε σα διαβολεμένος δεκαεξάχρονος έφηβος με τη μηχανή στο χάσιμο του δρόμου. Οδήγησε μηχανικά, δεν ήταν εκεί. Θέλησε να κάτσει στην πρώτη παρακμιακή καφετέρια που θα έβρισκε μπροστά του. Να άραζε πληκτρολογόντας ένα πολύ κακό μήνυμα, ένα μήνυμα να φτάσει μέχρι το κόκκαλο. Διψούσε για αίμα, ήθελε να πληγώσει… βαθιά μα ήταν πολύ κότα για να το αποφάσισει.
Διέσχισε όλη την Β. Όλγας, από την Καλαμαριά μέχρι το Κέντρο σε λιγότερο από τρία λεπτά. Κατακαλόκαιρο, Σάββατο ξημέρωμα είναι ευλογία να οδηγείς στην Σαλονίκη. Κάθε φορά που έβλεπε άδεια την πόλη, τον έπιανε μια τάση να ανοίξει όλα του τα γκάζια του στην ζεστή άσφαλτο. Και αυτή να του τρώει τα σωθικά, ο εφιάλτης του. Είχε καρφώσει τα νύχια της στην πλάτη του, και του ρουφούσε την ψυχή, κάθε φορά μέχρι την επόμενη. Γι αυτό έτρεχε ασταμάτητα, να χαλαρώσει το σφίξιμο στην καρδιά, για να υποχωρήσει το κάψιμο, για να φύγει το βουητό από το μυαλό. Βγήκε στην Εθνική προς Βέροια και συνέχισε ασταμάτητα για διόδια των Μαλγάρων. Θα πήγαινε σε εκείνη την καφετέρια σε μιά άλλη πόλη, να μην τον δεί κανείς. Τα ανάκατα μαλλιά και η μηχανή θα δικαιολογούσαν τα κόκκινα μάτια.
Εκείνο το βράδυ πήρε τηλέφωνο ένα παλιό του “κουμάντο“. Χρόνια το ήθελε. Πήγε και τη βρήκε στο στέκι της, κατόπιν συνεννόησης. Την τράβηξε βίαια σε μία τουαλέτα, σα νταβατζής, της κατέβασε το τζιν σχεδόν με μίσος και την πήρε όρθιος, κολλημένος πίσω της. Γύρισε πίσω στο πατρικό του και μιλούσε με τον Μορφέα δυνατά όλη τη νύχτα. Το έμαθε από τη μάνα του το άλλο πρωί με το πρώτο πρωινό τσιγάρο και τον διπλό πικρό ελληνικό. Δε του είπε ποτέ τι έλεγε, δήθεν πως δεν άκουσε.
“…όλα καλά;…” τον ρώτησε μόνο.
‘Εγνεψε συγκαταβατικά, της έδωσε ένα φιλή στο μάγουλο και στον δρόμο της επιστροφής έκανε μια στάση και από την δουλειά του πατέρα του.
Entry Filed under: Αναμνήσεις,Αποκαλύψεις
Πες και εσύ μιά τσαχπινιά
Some HTML allowed:
<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>
Trackback this post | Subscribe to the comments via RSS Feed