έμπνευση

November 6th, 2006

Η Γηραιά Αλβιώνα δεν με εμπνέει στην γραφή. Τα παλιά τα χρόνια που τριγύριζα με πολυπληθή μέσα, μετρά, λεωφορεία, τρένα και τις λοιπές αρρώστιες, τα κατάφερνα θαρρώ πολύ καλύτερα. Τότε, διάλεγα τις μεγαλύτερες διαδρομές, ειδικότερα την εποχή που υπηρέτησα ναύτης και δεν χρειαζόταν να πληρώνω εισιτήρια, έκανα κυριολεκτικά καθημερινά ταξίδια. Καβαλούσα μια, ή και περισσότερες, από τις αρρώστιες, έστρωνα τον πισινό μου σε μια γωνιά με θέα και έβγαζα από το τσεπάκι μου τα μικρά μου SKAG και μολύβι, πάντοτε μολύβι. Συνήθιζα να βρίσκω ένα στόχο, ένα “ενδιαφέρον” πρόσωπο μέσα στο πλήθος, άντρας, γυναίκα δεν είχε ποτέ σημασία και μετρώντας τα χαμόγελα και τις ρυτίδες ξεκινούσα να γράφω, εν αγνοία τους, την δική τους ιστορία. άλλες πάλι φορές διάλεγα ζευγάρια ή παρέες και τους έδινα υπερδυνάμεις και ρόλους που συναντάς σε αστυνομικά βιβλία και φιλμ νουάρ που μου αρέσουν.

Η πλέον υπέροχή μου μούσα όμως με συναντούσε κάθε φορά που πήγαινα στο Άλσος του Παγκρατίου. Καθόμουν πάντα στο ίδιο παγκάκι, με τσιγάρα Σαντέ φίλτρα μαλακά από τον ίδιο ευγενικό περιπτερά, νεράκι ή στο τσακίρ κέφι Red Bull και αγνάντευα. Τότε τα ζευγάρια και τα πρόσωπα άλλαζαν, γινόταν γραμμές ατελείωτες και με θυμάμαι να κάνω τα μικρότερα δυνατόν γράμματα, έστω και αν κρατούσα καινούριο μπλοκάκι, από φόβο μήπως και δεν μου φτάσει. Έγραφα, έγραφα, έγραφα, αστείρευτα λες και όλοι αυτοί ερχόταν και μου σιγοψιθυρίζανε τα πιο σκοτεινά τους μυστικά στο αυτί. Θαρρώ πως κάνα δυο φορές έχω γράψει και ιστορίες για ζώα, μόνο που τους έδινα ονόματα, σαν και αυτά που ακούγαμε παιδιά, και την ικανότητα του χαδιού. Σαν έφτανα σε τέλμα και το μυαλό μου στέρευε και άδειαζε από τα πολλά, διακοσμούσα τις μικρές μου σελίδες με κάθε λογής σχέδια, πρόσωπα και ήχους σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσω όλες μου τις αισθήσεις.

Πολλές φορές ερχόταν και η φίλτατη Ν., που έμενε απέναντι, για να βγάλει βόλτα την υπέροχη σκύλα της την Ήρα και σαν μου χαμογελούσε η τύχη είχαμε και την Ι. μαζί. Η Ι. είναι μια μικρόσωμη κοπελιά που κατάφερνε, όταν σπανίως χαμογελούσε, να λάμπει ή να κάνει τα πάντα να σκοτεινιάζουν γύρω της. Από την πρώτη μας κουβέντα στα Κουφονήσια είχα ζηλέψει το πάθος της για το χορό, μια φλόγα που δε θα μπορούσε κανένας να σβήσει από μέσα της, παρά μόνο ο χρόνος. Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα μέγιστη εντύπωση, πέραν της φωτιάς της, μου έκανε η επιμονή της να βάζει μπρος την πάπια της χρησιμοποιώντας την μανιβέλα και όχι την μίζα.

“…είναι καλύτερα έτσι, μ’ αρέσει πιότερο…” μου έλεγε χωρίς να ρωτώ πολλά πολλά μέχρι που μια μέρα παρατήρησα μία προς μία τις κινήσεις της καθώς έκανε να φύγει. Ήταν ακριβώς όπως το περίμενα…χορευτικές.

Στο ίδιο παγκάκι πέρασα τα γενέθλιά μου εκείνες τις χρονιές, έχοντας τις ίδιες φιγούρες να με προσπερνούν και την Ν. να με συνοδεύει όλα και πιο συχνά σε κουβέντες αδιέξοδες, αναπτύξεις θεωριών και φιλοσοφίες περί των τότε ερωτικών μας συντρόφων. Μέσα από τις λέξεις ξεπηδούσε πού και πού καμιά διακοπή για τσιγάρο ή η Ήρα που προσπαθούσε να κλέψει λίγο από το ενδιαφέρον μας.

…κάπως έτσι απλά με ταξίδια των ματιών, των σκέψεων και του χώρου κυλούσαν οι μέρες…
(συνεχίζεται)

Entry Filed under: Προσωπικά,Αναμνήσεις

Πες και εσύ μιά τσαχπινιά

Απαραίτητο

Απαραίτητο, (κρυφο)

Some HTML allowed:
<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>

Trackback this post  |  Subscribe to the comments via RSS Feed


Ψάξε:

Πρόσφατα Γραπτά

Κατηγορίες

Αρχείο

Syndication

Powered By

  • WordPress
  • page counter
  • eXTReMe Tracker