πότε τα καλά παιδιά γίνονται κακά;

July 10th, 2007

Όταν ήταν γύρω στα δώδεκα μίλησε στην Έλενα, τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, για τον φανταστικό του φίλο που τον φώναζε χαϊδευτικά Μάξιμο. Αυτή είχε την κακή συνήθεια να τον φιλά απαλά στα χείλη και να του υπενθυμίζει πως ο φίλος του αυτός, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτος. Τον προκάλεσε μάλιστα να τον καλέσει στο σπίτι για γλυκό μα την ίδια μέρα, ο Μαξιμος μας άφησε. Η νεκρώσιμη ακολουθεία έγινε σε κλειστό κύκλο: αυτός και ένα κουτσό γερασμένο αδέσποτο, η λογική των άλλων του είχε στερήσει τον καλύτερό του, ως τότε, φίλο.

Με τον καιρό κατάφερνε να καταστείλει την φυσική του ντροπαλότητα και την αμηχανία που τον έπιανε γύρω απο ανθρωπους, ειδικότερα γυναίκες. Το πιο δύσκολο απ’ολα όμως ήταν να ελέγχει το κατέβασμα των ματιών του στο πάτωμα. Μιλούσε,κατέβαζε, του μιλούσαν, κατέβαζε.

«Η μόνη σου σωτηρία είναι να γαμήσεις», του είχε πει ένας Μάης. Και έτσι μια μέρα ανακάλυψε τον φανταστικό κόσμο των γυναικών… και ο κόσμος ανακάλυψε τον φανταστικό αυτόν.

Αγαπούσε τα βιβλία όσο αγαπούσε και τις γυναίκες, μα σε ένα τέτοιο τρίγωνο, δεν θα βρείς ποτέ ορθές γωνίες και δεν είναι σίγουρα ποτέ ισοσκελές. Εν καιρώ αφιερώθηκε στην ανάγνωση και στο γράψιμο, σε έναν ένλογο πειραματισμό που του άφηνε λίγη όρεξη και καθόλου χρόνο για όλα, πλήν ενός… του ασθενούς φίλου.

Την πρόσεξε από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της μέσα στην αίθουσα, μια αόρατη αύρα περιέβαλε την φιγούρα της, που μπορεί να μην είχε εισβάλει ακόμα στο οπτικό του πεδίο, την ένιωσε όμως σίγουρη κοντά του. Βυθίστηκε σε ένα ηδονικό παραλήρημα, φέρνοντας την μορφή της γυμνή δίπλα του, με τα απαλά της μαλλιά λυμένα να ξεχύνονται καταρράκτης στην πλάτη της, έβλεπε πάνω της, ήδη, τα σημάδια του. Ώρες αργότερα, την παρακολουθούσε χωμένη κάτω από τα σεντόνια, να κοιμάται ανήσυχα, ακόμα λιγάκι ιδρωμένη, να σέρνει αναστεναγμούς που προκαλούν τόση ταραχή ώστε να θες να την ξανασφίξεις πάνω σου. Χαθήκανε…

Χρόνια μετά, στο διάλειμμα μιάς θεατρικής παράστασης τον προσπέρασε, αρκούμενη σε ένα απλό βλέμμα περιέργειας που έριξε ασυναίσθητα για να δει ποιός ήταν δίπλα της. Η φωτισμένη αίθουσα άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω, παρακολουθώντας τα πρόσωπα να εναλλάσονται τόσο γρήγορα, τόσο απότομα, και ταυτόχρονα στο μυαλό του κολλημένη η εικόνα της. Αναρωτήθηκε αν είχε πιεί πολύ εκείνη την νύχτα. Έλεγξε το ποτήρι του που ήταν ακόμα γεμάτο. Έπιασε κωμικά τον παλμό του, και ασυναίσθητα έφερε το χέρι στην καρδιά χαμογελόντας. Ένιωθε τον κτύπο της γρήγορο, απότομο, κοφτό. Έσφιξε την παλάμη του να την καθησυχάσει. Γύρισε να ξαναενωθεί με την παρέα του, και γέλασε με το αστείο που είπε ο φίλος του, χωρίς καν να ακούσει τί ακριβώς ήταν.

“…Πότε τα καλά παιδιά γίνονται κακά;…” Αναρωτήθηκε.

Άλλαξε βλέμμα και πορεία. Ζήτησε από την παρέα του να τον συγχωρήσει για ένα λεπτό και ξεχύθηκε να την βρεί μέσα στο πλήθος του φουαγιέ. Η μυρωδιά του κορμιού της, το ίδιο ηδονική όπως ακριβώς την θυμάται, του μαγνήτισε την πιό δυνατή του αίσθηση, την όσφρηση. Την ζύγιασε και κοιτώντας την στα μάτια, την ρώτησε αν θυμόταν ότι πριν από χρόνια μέσα στη μέθη της του ζήτησε να την σώσει από τον μικρό της εαυτό και την αδυναμία της να ζεί μονάχη. Την ρώτησε γιατί, μαζί με ένα κάρο ακόμα γιατί, που ξεχύθηκαν από μέσα του σαν κόκκοι απο σκισμένο σακί, ενώ ένιωσε να αδειάζει.

Εκέινη ψευτοχαμογέλασε γιατί ξαφνικά ήρθε αντιμέτωπη με αλήθειες που δεν μπόρεσε να δεκτεί, μα και που δεν μπορεί να πραγματοποιησεί. Φόρεσε το σοβαρό της βλέμμα, φορτωμένο με δίψα για ξεγνοιασία, του γύρισε ξερά την πλάτη και έφυγε. Δεν την αδίκησε, παρα βιάστηκε να αρπάξει την τελευταία ανάσα απο αέρα που κουβαλούσε ακόμα το άρωμά της. Τα θυμωμένα της τακκούνια ξεψύχησαν στην απόσταση, και εκείνος, που κάποτε νόμιζε πως είχε όλο τον κόσμο στην παλάμη του, έχωσε πιο βαθειά τα χέρια του στις τσέπες. Βγήκε στο δρόμο δίχως προορισμό, έστριψε στο πρώτο στενό και βρέθηκε μπροστά σε ένα τοίχο, στο απόλυτο αδιέξοδο. Καταράστηκε, ευγενικά, για άλλη μιά φορά την τύχη του.

Επέστρεψε στο σπίτι. Αυτό το διαμέρισμα ήταν πλέον υπερβολικά άδειο. Το ίδιο και το τελευταίο μπουκάλι Oban στο μικρό μπάρ. Τα πνευμόνια του καθάρισαν για λίγο από την βόλτα στον καθαρό αέρα της νύχτας απλά για να ξαναγεμίσουν με πιότερο καπνό και βρώμα σαν έστριψε το επόμενό του τσιγάρο.

Δεν την είδε ξανά πουθενά.

Χάθηκε και μαζί της χαθήκαν τα μέσα του, αδειάσαν, έμεινε κενός, άδειο σακί…παρτάλι.

Entry Filed under: Κάπου σε ξέρω,Προσωπικά,Σκοτάδια,Αναμνήσεις,Αποκαλύψεις

Πες και εσύ μιά τσαχπινιά

Απαραίτητο

Απαραίτητο, (κρυφο)

Some HTML allowed:
<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>

Trackback this post  |  Subscribe to the comments via RSS Feed


Ψάξε:

Πρόσφατα Γραπτά

Κατηγορίες

Αρχείο

Syndication

Powered By

  • WordPress
  • page counter
  • eXTReMe Tracker