Σε κάθε ταξιδιώτη αξίζει μια ήσυχη νύχτα ή every dog has its day (Part II)

November 3rd, 2008

Άνοιξε το παράθυρο να εισβάλει μέσα λίγο κρύο, μία στάλα δροσιά πρωινού αέρα. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική ακόμα και γι’ αυτόν. Πέρασε άλλη μια μεγάλη νύχτα με πυκνό μαύρο καπνό, συντροφιά με τα λάθη του, ένα παλιό ραδιόφωνο που έπιανε μοναχά βραχέα και αυτά που και που και ένα δανεικό βιβλίο που μιλούσε για σωτηρίες. Υποσχέθηκε άλλη μία φορά στον εαυτό του πως ήταν η τελευταία φορά που το κάνει, μα δεν βρήκε το θάρρος να σταυρώσει τα χέρια του πίσω από την πλάτη όπως άρμοζε σε μια τέτοια περίσταση.

Έκλεισε την μουσική μαζί με τον χιόνι-ήχο της, έκλεισε και το βιβλίο ακουμπώντας το δίπλα στο γραφείο, πάνω σε κάτι κούτες από την τελευταία του μετακόμιση. Στιγμιαία έψαξε να βρει ένα καλό λόγο γιατί να είναι ακόμα κλειστές, μα στο καπάκι σκέφτηκε εκείνη, στραβοκάταπιε, και το μυαλό του μπλόκαρε από όμορφες εικόνες με πειράγματα, γέλια δυνατά, αγκαλιές, ματιές, φιλιά και χαμόγελα, σε ένα σπίτι που δεν ανήκει πλέον σε κανένα τους. Χρειαζόταν να συνέλθει. Καταφέρει να συνεφέρει τον εαυτό του σε ένα τέτοιο επίπεδο που του επέτρεψε να σηκωθεί με αργές κινήσεις να σβήσει το φως και να γείρει πεθαμένα το κορμί και το βαρύ του κεφάλι σε κάποια άβολα τυχαία στάση ύπνου στον καναπέ του γραφείου. Αναστέναξε, έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε σαν κούτσουρο μέχρι αργά το μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα.

Κάτι δεν ήταν σωστό, το ένιωσε, κι όμως άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε, βάδισε προς το μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανένα. Βγαίνοντας, έκανε μία γρήγορη αρσενική γκριμάτσα στον καθρέφτη μπας και ανυψώσει την χαμηλή του διάθεση και στο δρόμο πίσω για το γραφείο είδε ένα σημείωμα που κάποιος βιαστικά πέταξε κάτω από την εξώπορτα.

«…πάρε με τηλέφωνο, θέλω να σου μιλήσω…»

Χαμογέλασε με την τύχη του και έτρεξε με λαχτάρα προς το τηλέφωνο, μα μόλις πήρε και το τελευταίο νούμερο του αριθμού κλήσης, αυτή του η χαρά κόπηκε μαχαίρι.

«… είναι κάτι το σοβαρό;…» ξεστόμισε και, σαν μαλάκας, σκέφτηκε την κατακλείδα: «…or are you just happy to see me…».

Ο ανήσυχος μα σταθερός ήχος της φωνής της τον έκανε να χάσει για δεύτερη φορά τη μηλιά του, έκανε τα σαγόνια του να κολλήσουν μέχρι που με το χέρι του ανάγκασε τα χείλη του να χαμογελάσουν. «Τα χαμόγελα τα ακούς πάντα στις φωνές των άλλων», σκέφτηκε, «ας το κρατήσουμε έτσι, ψύχραιμα, τι λες και ‘συ;».

Δύο λόγια και δυο μάτια με το θάρρος της ειλικρίνειας τον κατέβαζαν λέξη προς λέξη πίσω στην κόλαση. Ούτως ή άλλως τις τελευταίες μέρες δεν πετούσε και σε κανένα ουρανό, δε πατούσε σε καμία Γη. Το κλείσανε και αυτή την φορά χαμογέλασε από μόνος του. Ετοιμάστηκε και βγήκε παγανιά στην πόλη με ένα νόστιμο τσιγάρο στο ένα χέρι, απορίες στη σκέψη χωρίς να συναντήσει κανένα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Ούτε μια κάποια ξεχασμένη ψυχή στον κόσμο να ανταλλάξει δυο παρήγορες ματιές, πως δεν είναι μόνος του. Θυμήθηκε το βράδυ που της πρωτομίλησε γυμνός σε ένα ξένο καναπέ:

- …αν σε βάλω στην ζωή μου και μου φύγεις, θα λυπηθώ…
- Μην φοβάσαι έχω αρχίσει να συνηθίζω τις απώλειες.

Ούτε στη ζωή της μπήκε, ούτε έχει συνηθίσει τις απώλειες. Δεν έχει σημασία τι μπορεί να θυμάται, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι αυτά που δεν μπορεί να ξεχάσει.

Entry Filed under: Προσωπικά,Σκοτάδια,Αποκαλύψεις,Βγάλε άκρη

Πες και εσύ μιά τσαχπινιά

Απαραίτητο

Απαραίτητο, (κρυφο)

Some HTML allowed:
<a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>

Trackback this post  |  Subscribe to the comments via RSS Feed


Ψάξε:

Πρόσφατα Γραπτά

Κατηγορίες

Αρχείο

Syndication

Powered By

  • WordPress
  • page counter
  • eXTReMe Tracker