Αναρτήσεις 'Βγάλε άκρη'
September 8th, 2009
Θυμάμαι να είχα το πρόβλημα από μικρός.
Είχα πάντοτε γυναικες δίπλα μου.
Σήμερα το αποφάσισα και σκέφτηκα θετικά.
Ξανά-μανά, τούμπαλιν.
Σκέφτηκα θετικά σήμερα και το αποφάσισα.
Σκέφτηκα να το δηλώσω.
Φόρεσα το χαμόγελο του βλάκα μου και στο λέω:
Δεν βρήκα ποτέ, μέχρι τώρα, την κατάλληλη.
July 13th, 2009
Από που να αρχίσω να στα λέω, έγιναν όλα ΠΟΛΥ γρήγορα. Μάλλον θα πάτησα τα σωστά κουμπιά και μπήκαν όλοι οι τροχοί σε κίνηση γιατί αν περνούσα και αυτό το καλοκαίρι στάσιμος(,) στο κεφάλι(,) θα είχα ΣΗ-ΜΑ-ΝΤΙ-ΚΟ πρόβλημα. Ήταν αδιέξοδο, στροφή φουρκέτα, εμείς οδηγούμε την κούρσα. Μου έκατσε η ευκαιρία και πήρα “…το πρώτο τρένο και έφυγα…” που λένε και στα μέρη μας.
Είμαι στο Abrantes της Πορτογαλίας, στο ΚΑΡΑ-κέντρο της χώρας, 60-70 χμ από τον Ατλαντικό ή τα σύνορα της Ισπανίας και υπολογίζω σε 7 ώρες την οδήγηση για Μαρόκο, σε 5 για την Μαδρίτη, σε 7 για Σαραγόσα, 3 για το Πόρτο…και άλλα τέτοια, καταλαβαίνεις. Δουλεύω με την εταιρία που δούλευα και πριν φύγω για Λονδίνο σε μιά καινούρια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής στο Pego, 12χλμ μακρυά, έχει δουλειά για 18, ίσως και παραπάνω, μήνες. Ελικρινά δεν ξέρω και ούτε με απασχολεί το πόσο θα καθήσω εδώ. Καλά είναι. Νέα χώρα, δεν έχω ξανάρθει, μικρή πόλη, άλλοι άνθρωποι, ΠΟΛΥ πράσινο, ο Τάγος να περνάει από δίπλα, κάστρο που βλέπει ΟΛΟΥΣ τους γύρω κάμπους, γιατί λέει πως ήταν στρατηγικό σημείο για τους Πορτογάλους σε κάποιον από τους πολέμους τους… δε θυμάμαι, εσύ είσαι καλή στην ιστορία και εγώ στις ιστορίες.
Και τώρα αυτά που τα είδα, μη θαρρείς, τα έκανα και σε λίγο χρόνο. Αν εξαιρέσεις πως πιάνω δουλειά στις 7 το πρωί (ξύπνημα πριν τις 6, πρωινό κτλ) και γυρνάω σπίτι κατά της 8-και-βάλε-κοντά-9 και το ότι σήμερα ήταν η δεύτερη μέρα που ΔΕΝ δούλεψα από τις 23 Ιουλίου, βρίσκω χρόνο μέσα στην μέρα για να ζήσω πραγματικά.
Συνεπώς αντιλαμβάνεσαι το πόσο βολεύει την κατάσταση το ότι η πόλη είναι μικρή και χαριτωμένη και δεν έχει και ζωή τα βράδια να πιείς ένα ποτό γιατί ούτως ή άλλως δεν έχει ούτε μία γκόμενα της προκοπής. Παίζει βέβαια ένα μπουρδέλο που φρόντισαν να μου το δείξουν από την πρώτη μέρα, αλλά δεν νομίζω πως φτάνουν τα λεφτά μου να αγοράσω αυτό που ψάχνω. Κοινως, δε βγαίνεις και δεν σκορπάς και λεφτά. Παίρνεις τώρα και το κάτι παραπάνω στο μισθό γιατί είσαι και μεγάλο παιδί, δουλεύεις εξωτερικό και εργοτάξιο… έχεις μονό το φαγητό σου σε έξοδα και τίποτα άλλο. Η εταιρία για αυτοκίνητα, βενζίνες, τηλέφωνα, κινητά, ιντερνέτια και εξοπλισμό σπιτιού (έπιπλα, τηλεοράσεις, κέρατα, Χριστούγεννα)…και να μην μπω σε λεπτομέρειες για το σπίτι με τα 3 υπνοδωμάτια, τα 2 μπάνια με μπανιέρες, το απέραντο καθηστικό με τη γυάλινη-μπαλκονάτη γωνία, την θέα στους πλάτανους και την χαριτωμένη κουζίνα…
Αποφάσισα, που λες, να πάρω την αφεντομουτσουνάρα μου και χωρίς να το σκεφτώ και πολύ, να έρθω εδώ και να τα βρω. Σχεδόν όλα έτοιμα, που μου λένε. Καταλαβαίνεις πως για να παίζει τέτοιο σκηνικό, κάποια φάβα έχει ο λάκκος. Επίσης αποφάσισα πως δε θα σταματήσω ποτέ ξανά να χαμογελάω. Γι’ αυτό λοιπόν και εγώ, όσο χρόνο έχω, κοιτάω να το περνάω περπατώντας και κάνοντας άλλες τέτοιες ασκήσεις αποσυμπίεσης, κάτι ορειβασίες, κάτι τρεξίματα, κάτι στρέτσινγκ, τέτοια πράματα βρε παιδί μου, του μυαλού και του κορμιού, για να φεύγει από πάνω μου όλη η κακή ενέργεια της δουλειάς.
Δεν παραπονιέμαι σε καμία περίπτωση. Το μόνο μου πρόβλημά είναι πως τόσα χρόνια που δεν έχω ακόμα να καταφέρω να στήσω πραγματικό τσαρδί, και γυρνώ από πόλη σε πόλη άλλοτε για πολύ καιρό και άλλοτε για λιγότερο πολύ, σίγουρα δε θα έπρεπε να με κάνουν τόσο φοβητσιάρη. Το αντίθετο μάλιστα, θα με έκαναν πιο “τσαμπουκά”, γιατί σίγουρα με γεμίζουν εμπειρία. Αρχίζω, όμως, και νιώθω λιγάκι ανασφαλής, γιατί όσο περισσότερο διαφορετικό κόσμο-με-κοινά-στοιχεία γνωρίζω, τόσο νιώθω μοναδικότητα και παράλληλα μοναξιά, ειδικότερα όταν δεν μπορώ να επικοινωνήσω.
Δεν με ενοχλεί όμως! Είπαμε, αποσυμπιέζομαι. Λισαβόνα χθες, Μαδρίτη την άλλη εβδομάδα για τα γενέθλια του φίλου Άγγελου και της Ιωάννας του και μετά από εκεί και πέρα δεν έχω προγραμματίσει απολύτως τίποτα. Εντάξει, μόνο κάτι βασικά, μα προσέχω να κοιτάω τι είναι αυτό που στοχεύω και όχι το τί πραγματικά στοχεύω, μιά αναθεώρηση ας το πούμε. Όπως κάθε φορά, όταν θα επιστρέψω Ελλάδα θα το μάθεις την τελευταία στιγμή. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι η οικία είναι στην διάθεσή σου όποτε τη χρειαστείς, για να μην πως επιβάλεται. Θα τα πούμε και απο κοντά όταν ξαναβρεθούμε από κοντά.
Σε φιλώ και μου λείπεις.
Σ.
υ.γ: την ταχυδρομική μου σύσταση δεν την ξέρω ακόμα, μόλις την μάθω θα έχεις και πραγματικό γράμμα μου, σαν καλοί υλιστές και κτητικοί άνθρωποι.
June 23rd, 2009
Μπήκε για τα καλά και το καλοκαίρι και ο ιδρώτας έσταζε απ’ το πρωί στο μετωπό μου. Στο δρόμο μου φαίνομαι το ίδιο απόξενος και παγωμένος. Σβύνουν τα βήματα μου. Το νιώθω πως έφυγες, χάθηκες, κι εγώ ξέμεινα μοναχός και ξοφλημένος. Πουλήσαμε κι εκείνες τις υπέροχες μέρες σε τιμή εικαιρίας. Έφτασα ίσα μ’ εδώ με μιά καρδιά γεμάτη ειλιικρίνεια και μιά απρόσμενη, από μηχανής Θεού, βοήθεια. Δεν μου έμεινε χρόνος για συναισθηματισμούς. Δύσκολα οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στα συντρίμια.
Αυτές τις σκέψεις των τελευταίων ημερών μου κάνει κακό να τις κρατώ στη θύμηση μου. Ελπίζω να βυθιστώ στη λήθη, να συγχωρήσω τον εαυτό μου πρώτα και στην συνέχεια να κάνω το ίδιο γι’ αυτούς που με πόνεσαν. Βρήκα μιά ευκαιρία και γραπώθηκα επάνω της από τα μαλλιά, μην τυχών και μου φύγει. Πήρα την εύκολη λύση για να καταφέρω επιτέλους να βγώ από ένα αδιέξοδο προσωπικό. Πήρα πάλι τους δρόμους και άφησα πίσω μου όλα όσα αγαπαω. Ως συνήθως δηλαδή, γιατί δεν είναι και η πρώτη μου φορά, το έχω δεί το έργο…
Έξω απ’ όλους. Τους έκανα πέρα όλους, τα κατάφερα, συγχαρητήρια, μαλάκα… Τους άφησα μέσα στο πλάνο μου αλλά τους έκανα να με βγάλουν εκείνοι από το δικό τους. Είμαι μακρυά, είμαι αλλού, είμαι εκτός, είμαι… παπάρια, είμαι.
Από εδώ και στο εξής σας αγαπώ τόσο που δεν σας απαιτώ, σας το υπόσχομαι…
υ.γ.: Τώρα που ξέρεις πως δε θα σε συναπαντήσω πουθενά, μη σε νοιάζει που βρίσκομαι…
June 10th, 2009
Σε πετυχαίνω τυχαία και σκορπάμε χρόνο, μια στο τόσο και χαμογελάμε από μέσα μας περισσότερο από όσο καταλαβαίνει ο άλλος ή θέλουμε πραγματικά να δείξουμε. Όλα συμμαζεμένα, όσο μικρά και μεγάλα. Μιλάμε για μας και τα μάτια μας γεμίζουν όνειρα, μισά. Μετά πως σιχαίνομαι αυτές μας τις σιωπές. Κάνουμε να επικοινωνήσουμε μέρες, σαν να χάνουμε τον χρονισμό μας και απομακρυνόμαστε χιλιάδες μίλια μακριά. Έχεις το τηλέφωνο που έστω και αν βρω το κουράγιο ποτέ να πάρω ή να στείλω κάνα μήνυμα δεν απαντάς ποτέ. Στις χειρότερες στιγμές μου και δεν απαντάς ποτέ. Δεν σε κατηγορώ, σε καταλαβαίνω.
Τρώμε το, ξεχωριστό, πρωινό μας, πηγαίνουμε στην, ξεχωριστή, δουλειά μας, έχουμε όμως τις ίδιες ελπίδες, μαζί με τους ίδιους δισταγμούς. Χωρίζουμε τον, ξεχωριστό, χρόνο μας σε δώδεκα μήνες, σε τέσσερις εποχές, και ξεχωριστά, συμπεριφερόμαστε ανάλογα. Το χειμώνα σκεφτόμαστε, την άνοιξη μας πιάνει μια τρέλα, το καλοκαίρι γινόμαστε παράφρονες και το φθινόπωρο πέφτουμε στα πρόθυρα μιας γαλανής μελαγχολίας, ξανά, ξανά και ξανά… και μετά, τολμάμε να μιλάμε για deja-vu, επιβάλλοντας τους, ξεχωριστούς, εαυτούς μας μια ποινή, αυτή της, και καλά, τυχαίας επανάληψης.
Έχω κόψει το αλκοόλ, εδώ και χρόνια. Αν όμως τα δικά σου φορτία ήταν σφηνάκια, θα τα κατάπινα μεμιάς, δίχως ανάσα, θα έγλειφα λαίμαργα τα απομεινάρια στο γυαλί, και το βράδυ θα σε ξύπναγα εν τω μέσω της νυχτώς να σου ψιθυρίσω με βαριά βρώμικη ανάσα πως το παρελθόν υπάρχει μονάχα όσο το θυμόμαστε.
May 18th, 2009
Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω να κάνω τα πρωινά είναι να προσπαθώ να αποφύγω άσκοπες σκέψεις που με τριγυρίζουν σαν αξιοθρήνητα τσακάλια. Κάθομαι στο κρεβάτι μου και σχίζω τα φύλλα από το ημερολόγιο του τοίχου, διαβάζοντας τα κακοτυπωμένα, ανορθόγραφα στιχάκια πίσω από κάθε σελίδα. Παράδοξο. Το σημερινό λέει πως ο χρόνος είναι απατεώνας.
Από την άλλη, την νύχτα τα πράγματα είναι καλύτερα, η πόλη βάζει τα μαύρα και εγώ νιώθω περίφημα. Περπατάω με άνεση ανάμεσα από κτίρια που φυλακίζουν τα όνειρα των κοιμισμένων ενοίκων του και ξέρω ποιος είμαι. Είμαι σκληρός, αμείλικτος μα γεμάτος φόβο. Κάτι δεν πάει καλά, χρειάζεται να σκεφτώ, να συγκεντρωθώ να βρω τον λάκκο πριν πέσω στην φάβα. Ώρες – ώρες αναρωτιέμαι μήπως τα έχω χάσει, μήπως δημιουργώ εμμονές από το τίποτα. Έχω την αίσθηση πως χρειάζεται να προχωρήσω ακόμα και αν αναγκαστώ να απομακρυνθώ από την λογική των άλλων. «Τι σχέση έχουν οι άλλοι με το σύμπαν που έχω μέσα μου;» που λέει και ο φίλος μου ο Βούδας…
Το γνωστό κόλπο δηλαδή, κρύψου. Σα φύλλο στο δάσος, σα βιβλίο σε βιβλιοθήκη, σαν skinhead ανάμεσα σε φαλακρούς. Κανείς δεν θα δώσει την απαραίτητη σημασία, κανείς δε θα σε καταλάβει. Ο χρόνος μια χαρά τα καταφέρνει. Μας ματώνει, μας απομυζά και συνεχίζει την άθλια παρασιτική του ύπαρξη. Κάθε στιγμή που περνάω μόνος είναι γεμάτη από συμβάντα και πρόσωπα που με καταδιώκουν σαν επανερχόμενοι εφιάλτες. Από την στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τις ρωγμές του ταβανιού ή τους αριθμούς του ρολογιού, μέχρι την ώρα που σηκώνω τα πόδια μου από το πάτωμα αφήνοντας τις παντόφλες που μου χάρισες, αδειανές και μόνες στο δικό τους νυχτερινό δράμα.
Λείπει το κίνητρο μωρό μου. Δίχως αυτό, η θεωρία είναι άχρηστη.
κίνητρο το [k>ínitro] O40 : 1. ό,τι, ως σκοπός ή ως τελικό αίτιο, παρακινεί κπ. σε μια ενέργεια: ~ του εγκλήματος ήταν η εκδίκηση. Kίνητρό του είναι το κέρδος. Έχει ευγενή / ιδιοτελή κίνητρα. 2. οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παροχή που αποσκοπεί στην ενίσχυση μιας δραστηριότητας: H κυβέρνηση θέσπισε οικονομικά και φορολογικά κίνητρα για την αύξηση των εξαγωγών. Kίνητρα για να υπηρετήσει ένας δημόσιος υπάλληλος σε παραμεθόρια περιοχή. || Θετικά κίνητρα, όσα συντελούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού. Aρνητικά κίνητρα, όσα λειτουργούν ως αντικίνητρα. [λόγ. κινη- (κινώ) -τρον απόδ. γαλλ. motif (διαφ. το ελνστ. κίνητρον `κουτάλα για ανακάτεμα΄)]
March 16th, 2009
Βρήκα δικαιολογία μιά ίωση και κάθισα στο σπίτι. Δεν έχω δουλειά να πάω, δεν είναι τέτοια η δικαιολογία μου. Άνοιξα το βιβλίο που πήραμε με τον Μάη από το Βόλο το καλοκαίρι σε μιά τριήμερη επιστροφή από την Αθήνα. Πως αλλάξαν οι καιροί ρε φίλε, παλιά αγοράζαμε μισιακά πακέτα τσιγάρα, τώρα το γυρίσαμε στα βιβλία.
Έπιασα και την κιθάρα να την κανακέψω, την έχω παρατήσει και αυτή μαζί, σαν την πλειονότητα των θηλυκών τριγύρω μου. Ασχολούμαι με σκέψη, με επιλογές, με διαπραγματεύσεις. Ο λαιμός μου έχει κλείσει και είναι όλα τόσο βολικά. Δεν σηκώνω τηλέφωνα όσο και αν μου αρέσουν τα κομπλιμέντα που αφορούν την φωνή μου.
Περιμένω να με πάρεις εσύ μόνο να σε ακούσω να μου λες πως όλα θα πάνε καλά και πως δεν τρέχει τίποτα, να φροντίσω να χαμογελάω. Το κάνω συχνά και μόνο όταν σε σκέφτομαι. Συχνά. Άλλες φορές σε ξεχνάω για μέρες και ξαφνικά, τσούπ εμφανίζεσαι και όλο με πικραίνει η απόσταση και η αλλαγή και η κατάσταση και, και, και. Πέρασαν και τα γενέθλια σου και δεν ήμουν εκεί, πρώτη φορά μετά από χρόνια, να σου σκάσω 2 φιλιά, να σε βλέπω να μεγαλώνεις, γιατί την αλλαγή σου την ακούω μα ήθελα κιόλας να την ζω.
January 14th, 2009
Ξύπνησα σε τούτο το δωμάτιο και ένιωσα απόλυτα ξένος με το χωροχρόνο. Όσο λιγότερο αναρωτιέμαι γι’ αυτά που νιώθω τόσα περισσότερα καταλαβαίνω.
Μην περιμένεις.
Ποτέ δεν θα είσαι έτοιμος.
Ποτέ δεν με θέλησα τόσο τώρα, πόσο μάλλον έτοιμο.
Μέσα στα ρούχα μου δεν μπορώ, ούτε στους δρόμους, ούτε (σ)το αύριο.
Η δύναμη μου υποτάσσει το κουράγιο μου.
Κοίτα που πας, για να μην πας εκεί που κοιτάς (Μάης), μην ξεχνάς το πίσω, άστο στον καθρέφτη σου.
Ανάσαινε στα σβέλτα.
Δεν καταλαβαίνω πως ένας άνθρωπος τόσο ρεαλιστής επιμένει να προτιμά την φαντασία του από τον ίδιο. Πιθανό γιατί καταφέρνει να κάνει το χαζό καλύτερα από τον έξυπνο.
January 3rd, 2009
Είναι πρωί μα μέσα του νιώθει ακόμα την νύχτα που πέρασε. Είναι ακόμα μεθυσμένος, προσπαθεί να κρατήσει τον έλεγχο γιατί άλλη μια φορά θα ανεβεί, στο τραπέζι, στο σκοινί, άλλη μια φορά θα κάνει του κεφαλιού του, να μάθει να δημιουργεί όπως ζει. Θυμάται τον πατέρα του να κάνει το ίδιο πράγμα σε μεγάλα κέφια, πολλές φορές μάλιστα άναβε και τσιγάρο, κάτι παλιά Oscar 100′s, σε μαλακό ολόχρυσο πακέτο.
Βγαίνοντας στο δρόμο, ένας άνεμος του έριξε μια παγωμένη σφαλιάρα και πέταξε μακριά το καπέλο του, μα δεν γύρισε να το κυνηγήσει, ήταν παλιό και φθαρμένο. Στάθηκε στην διάβαση του τρένου και κοντοστάθηκε κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, ζεσταίνοντας το χέρι του στο βρώμικο τρίχωμα ενός αδέσποτου σκύλου, περιμένοντάς το να περάσει. Κοίταξε ψηλά το φεγγάρι, βγαλμένο από παιδικό παραμύθι, και θυμήθηκε μια καρίνα που έσκιζε σκοτεινά νερά και ένα μαχαίρι που κρατούσε στα χέρια του λίγα βράδια πριν. Περπατούσε σαν αγρίμι σε κλουβί μέσα στο σαλόνι και καθώς το χαλί έπνιγε το θόρυβο των βημάτων του, αυτός πήγε και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο κοιτώντας το ζεστό χέρι μιας γυναίκας… κι η ταραχή του μεγάλωνε.
Δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει αυτό το κύμα που έβγαινε από μέσα του, το είχε από παιδί, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να το περιγράψει ούτε ένα «Σκέφτομαι και γράφω» του βλοσυρού δασκάλου του, ούτε με λίγα λόγια στους γονείς του που τον κοιτούσαν με απορία σαν ξένοι κάθε φορά που προσπαθούσε να εξηγήσει τα μέσα του. Όταν ήταν ακόμα έφηβος, προσπάθησε να βγάλει το κύμα εκεί που πήγαιναν όλοι οι φίλοι του. «Πέρασε μέσα», του είχε πει η κοπελιά, μα με το που κάθισε στο κρεβάτι αισθάνθηκε την μυρωδιά που είχαν αφήσει τα σώματα όσων περάσανε πριν από τον ίδιο. Έπειτα ένοιωσε πως είναι όταν το ψάρι πιάνεται στο δίχτυ. Το πικρό του κύμα, απαίσιο. Δεν του έφτασε να κλάψει για να το ξορκίσει.
Οι γονείς του συνέχιζαν να ζουν την καθημερινότητά τους, προσπαθώντας να τον προξενέψουν σε καθωσπρέπει νύφες, μέχρι που τον έβαλαν και σε μια πρωινή δουλειά. Τώρα στεκόταν στην διάβαση. Έπαψε να σκέφτεται το φεγγάρι, την καρίνα, το μαχαίρι. Φαντάστηκε τον βαριεστημένο μηχανοδηγό που καθώς θα περνούσε αφηρημένος δε θα πρόφταινε να φρενάρει.
Σημείωση:
Προσπαθώ να βάλω, και εγώ με την σειρά μου, στόχους για τη νέα χρονιά, να σκεφτώ κάτι πιο αισιόδοξο. Ψάχνω μέσα στις λέξεις σου να με βρω, να συνδυάσω κάτι να φανεί το πότισμα της λεκτικής έκφρασης του έρωτά μου, μα το μόνο που μου έχει κολλήσει στο κεφάλι είναι ο στίχος: «…όσα έχω χρεωμένα ζω…»
Θα ήθελα να μπορούσα να έγραφα (για) τις στιγμές που δεν υπάρχουν οθόνες και πλήκτρα.
Χρόνια καλά
November 3rd, 2008
Άνοιξε το παράθυρο να εισβάλει μέσα λίγο κρύο, μία στάλα δροσιά πρωινού αέρα. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική ακόμα και γι’ αυτόν. Πέρασε άλλη μια μεγάλη νύχτα με πυκνό μαύρο καπνό, συντροφιά με τα λάθη του, ένα παλιό ραδιόφωνο που έπιανε μοναχά βραχέα και αυτά που και που και ένα δανεικό βιβλίο που μιλούσε για σωτηρίες. Υποσχέθηκε άλλη μία φορά στον εαυτό του πως ήταν η τελευταία φορά που το κάνει, μα δεν βρήκε το θάρρος να σταυρώσει τα χέρια του πίσω από την πλάτη όπως άρμοζε σε μια τέτοια περίσταση.
Έκλεισε την μουσική μαζί με τον χιόνι-ήχο της, έκλεισε και το βιβλίο ακουμπώντας το δίπλα στο γραφείο, πάνω σε κάτι κούτες από την τελευταία του μετακόμιση. Στιγμιαία έψαξε να βρει ένα καλό λόγο γιατί να είναι ακόμα κλειστές, μα στο καπάκι σκέφτηκε εκείνη, στραβοκάταπιε, και το μυαλό του μπλόκαρε από όμορφες εικόνες με πειράγματα, γέλια δυνατά, αγκαλιές, ματιές, φιλιά και χαμόγελα, σε ένα σπίτι που δεν ανήκει πλέον σε κανένα τους. Χρειαζόταν να συνέλθει. Καταφέρει να συνεφέρει τον εαυτό του σε ένα τέτοιο επίπεδο που του επέτρεψε να σηκωθεί με αργές κινήσεις να σβήσει το φως και να γείρει πεθαμένα το κορμί και το βαρύ του κεφάλι σε κάποια άβολα τυχαία στάση ύπνου στον καναπέ του γραφείου. Αναστέναξε, έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε σαν κούτσουρο μέχρι αργά το μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα.
Κάτι δεν ήταν σωστό, το ένιωσε, κι όμως άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε, βάδισε προς το μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανένα. Βγαίνοντας, έκανε μία γρήγορη αρσενική γκριμάτσα στον καθρέφτη μπας και ανυψώσει την χαμηλή του διάθεση και στο δρόμο πίσω για το γραφείο είδε ένα σημείωμα που κάποιος βιαστικά πέταξε κάτω από την εξώπορτα.
«…πάρε με τηλέφωνο, θέλω να σου μιλήσω…»
Χαμογέλασε με την τύχη του και έτρεξε με λαχτάρα προς το τηλέφωνο, μα μόλις πήρε και το τελευταίο νούμερο του αριθμού κλήσης, αυτή του η χαρά κόπηκε μαχαίρι.
«… είναι κάτι το σοβαρό;…» ξεστόμισε και, σαν μαλάκας, σκέφτηκε την κατακλείδα: «…or are you just happy to see me…».
Ο ανήσυχος μα σταθερός ήχος της φωνής της τον έκανε να χάσει για δεύτερη φορά τη μηλιά του, έκανε τα σαγόνια του να κολλήσουν μέχρι που με το χέρι του ανάγκασε τα χείλη του να χαμογελάσουν. «Τα χαμόγελα τα ακούς πάντα στις φωνές των άλλων», σκέφτηκε, «ας το κρατήσουμε έτσι, ψύχραιμα, τι λες και ‘συ;».
Δύο λόγια και δυο μάτια με το θάρρος της ειλικρίνειας τον κατέβαζαν λέξη προς λέξη πίσω στην κόλαση. Ούτως ή άλλως τις τελευταίες μέρες δεν πετούσε και σε κανένα ουρανό, δε πατούσε σε καμία Γη. Το κλείσανε και αυτή την φορά χαμογέλασε από μόνος του. Ετοιμάστηκε και βγήκε παγανιά στην πόλη με ένα νόστιμο τσιγάρο στο ένα χέρι, απορίες στη σκέψη χωρίς να συναντήσει κανένα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Ούτε μια κάποια ξεχασμένη ψυχή στον κόσμο να ανταλλάξει δυο παρήγορες ματιές, πως δεν είναι μόνος του. Θυμήθηκε το βράδυ που της πρωτομίλησε γυμνός σε ένα ξένο καναπέ:
- …αν σε βάλω στην ζωή μου και μου φύγεις, θα λυπηθώ…
- Μην φοβάσαι έχω αρχίσει να συνηθίζω τις απώλειες.
Ούτε στη ζωή της μπήκε, ούτε έχει συνηθίσει τις απώλειες. Δεν έχει σημασία τι μπορεί να θυμάται, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι αυτά που δεν μπορεί να ξεχάσει.
October 22nd, 2008
Οι κινήσεις χρειάζεται να είναι πιο γρήγορες, πιο επιδέξιες, πιο εύστοχες, πιο θαρραλέες. Δεν μπερδεύτηκα με σένα, σου έχω δηλώσει ήδη πως δεν έπραξα ούτε μίλησα ποτέ εναντίον σου. Είναι που με επηρεάζουν όλοι τους (σας) με την κάθε μικρή κουβέντα, την τοσοδούλα κίνηση και τα λαμβάνω τις μετρητοίς γιατί όλους τους εμπιστεύομαι… με ξέρεις. Αργότερα, κλείνομαι, στρείδι. Χαζεύοντας την ταμπέλα κάποιου δρόμου που περπατήσαμε για λίγες στιγμές, με δυο φίλους ζωγραφίζοντας ξένους τοίχους, σε μια στροφή στο ταρτάν του γηπέδου, μέσ’ τα κομμάτια μου ή ξενέρωτος, ξαπλωμένος και όρθιος, σίγουρα μόνος, σε μια στάση λεωφορείου, στη κλεφτή ματιά ενός μωρού… σκέφτομαι τα γέλια σου και τις χαρές μας. Παιδικά και αθώα, να υπερκαλύπτουν την κάθε μας αδυναμία.
Στρατηγικές επιβίωσης σε ένα καινούριο κόσμο. Σε θέλω, αν ακόμα το θυμάσαι. Είμαι σίγουρος πως το θυμάσαι, μα δεν θα μπορούσες να κάνεις κάτι και γι’ αυτό, απώλεια επιλογών. Δε σε ρώτησα ποτέ τι περίμενες, παρά μόνο έπραξα τα δικά μου, όπως τα καταλάβαινα και όπως τα ένιωσα. Ποτέ δεν σε ξεπέρασα, απλώς συνήθισα. Ποτέ δεν σε ξέχασα, απλώς με επέπληξα και δεν με συγχώρεσα ποτέ. Συνεχίζω να εμπιστεύομαι τις κινήσεις μου με βάση την στιγμιαία ορθολογιστική μου σκέψη, μα τι αρχίδια θεωρία είναι αυτή, Θεέ μου…
Θυμήθηκα μια κουβέντα της Misty στο Μάντσεστερ που με προειδοποίησε πως όταν φυσάνε οι άνεμοι της αλλαγής, κάποιοι χτίζουν καταφύγια και κάποιοι άλλοι ανεμόμυλους. Εδώ είμαι, όχι όμως εκεί. Δε θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω, θέλω να τα ζήσω όλα από την αρχή σε ένα παιχνίδι που όχι μόνο δεν έχει παράταση μα απολύσαμε μαζί με όλους τους κανόνες και τον διαιτητή.
Ουδέποτε υπάρχει ανάγκη για φάουλ ή/και για λήξη μεταξύ μας.
Επόμενο
Προηγούμενο